ἀτηρός
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English (LSJ)
[ᾱ], ά, όν,
A blinded by ἄτη, hurried to ruin, Thgn.433,634; φρήν S.Fr.264.
II baneful, mischievous, δύη A.Pr.746; τύχη Id.Ag.1483 (lyr.); κακόν E.Andr.353; ναυτιλίη AP9.23 (Antip.); τὸ ἀτηρόν = bane, mischief, A.Eu.1007 (anap.); μή τι ἀτηρὸν ποιέωσι [οἱ παῖδες] Democr. 279.—Once in Com., ἀτηρότατον κακόν = an 'outrageous' nuisance, Ar.V.1299; and so Adv. ἀτηρῶς = 'awfully' as a slang word, Phld.Mus. p.105K.: in Pl.Cra.395b and c introduced only for an etym. purpose: also in later Prose, D.L.6.99.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Prosodia: [ᾱ-]
I 1infortunado, ἀνήρ Thgn.634.
2 desafortunado, fuera de lugar de ciertas τροπαί o figuras del discurso Hermog.Id.2.5 (p.343) (var.), Syrian.in Hermog.p.79, cf. A.D.Adu.148.25.
II 1dañino, que causa catástrofe, calamitoso λόγοισι πιστός, ἀ. λάθρᾳ leal en palabras, ocultamente pérfido S.Ph.1272, como etim. de Ἀτρεύς Pl.Cra.395b, ἀτερὰς φρένας ἀνδρῶν Thgn.433, cf. S.Tr.264, ἀ. γλώσσα E.Fr.913.3, c. ref. a la mujer ἀ. φυτόν E.Hipp.630, ἀ. κακόν E.Andr.353, cf. Ar.V.1299, AP 16.211.2 (Stat.Flacc.), de personif. y elementos naturales τύχαι A.A.1483, πέλαγος ἀτερῆς δύης A.Pr.746, ναυτιλίη AP 9.23 (Antip.), ἰλύς Orph.L.507, χάλαζα Orph.L.597.
2 travieso de niños μή τι ἀτηρὸν (οἱ παῖδες) ποιέωσι Democr.B 279, παιδίον Porph.Plot.3.5.
III adv. -ῶς de mala manera, sin miramientos ἐφενάκιζεν ἀ. Phld.Mus.4.34.5.
German (Pape)
[Seite 386] (ἄτη), schädlich, verderblich, Theogn. 425; bes. Tragg.; δύη, τύχη, Aesch. Ag. 1462 Eum. 961;. φρήν Soph. Tr. 263; ἀτηρότατον κακόν Ar. Vesp. 1299; Eur. Hipp. 630 u. sp. D. Seltener in Prosa, Plat. Crat. 395 c.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui cause la ruine, funeste.
Étymologie: ἄτη.
Greek Monolingual
ἀτηρός, -ά, -όν (Α)
Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή
2. ολέθριος, καταστρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» — καταστροφή, συμφορά
II. επίρρ. ἀτηρῶς
τρομερά, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός < λύπη, οδυνηρός < οδύνη, τολμηρός < τόλμη κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀτηρός: [ᾱ], -ά, -όν,
I. τυφλωμένος από την ἄτη, ωθούμενος στην καταστροφή, σε Θέογν.
II. ολέθριος, καταστροφικός, βλαβερός, σε Αισχύλ., Σοφ.· τὸἀτηρόν, όλεθρος, συμφορά, καταστροφή, σε Αισχύλ.· ἀτηρότατον κακόν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτηρός: и 3 (ᾱ) гибельный, пагубный, роковой (τόχη Aesch.; φρήν Soph.; κακόν Arph.; ναυτιλίη Anth.).
Middle Liddell
I. blinded by ἄτη, hurried to ruin, Theogn.
II. baneful, ruinous, mischievous, Aesch., Soph.: τὸ ἀτηρόν bane, ruin, Aesch.; ἀτηρότατον κακόν Ar.