ἐξανθέω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A put out flowers, γῆ ἐξανθοῦσα X.Cyn.5.5; bloom, of flowers, Thphr. HP 4.7.2; of the growth of hair, ἐ. ἡ τῆς ἥβης τρίχωσις Arist.GA728b27: c. acc. cogn., ἐξανθέω ποικίλα put forth varied flowers, Luc.Pisc.6; ἐξανθέω φλόγα, ἐξανθέω σφῆκας, Plu.Alex.35, Cleom.9; μέλι Alciphr.3.23.
2 metaph., burst forth from the surface, like an efflorescence, ὡς αἱματηρὸν πέλαγος (v.l. πέλανον) ἐξανθεῖν ἁλός E. IT300; ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης bursting into flower, breaking out, A.Pers.821; ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ δόξα Arist.Metaph.1010a10; κακίαι Plu.Thes.6.
3 of ulcers, etc., break out, Hp.de Arte9; ἐ. λεύκη Arist.Col.797b15; ὡς φλυκταίνας ἐξανθῆσαι IG4.955.25 (Epid.); also of the skin, τὸ ἔξωθεν σῶμα.. φλυκταίναις καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός breaking out with boils and ulcers, Th.2.49, cf. Luc.D Mort.20.4; τὸ ἔδαφος σκόλοψι ἐξηνθήκει Luc.VH2.30; also πλῆθος μυῶν ἐξανθῆσαν Str.13.1.48.
II to be past its bloom, lose its bloom, of colour, Plu.2.287d; of wine, ib.692c; ἐξηνθηκυῖα ἐλαία, i.e. when the flower has dropped and the fruit is forming, Dsc.3.125.
2 metaph., degenerate, run wild, πέφυκεν ἀνδρεία.. κατὰ μὲν ἀρχὰς ἀκμάζειν ῥώμῃ, τελευτῶσα δὲ ἐξανθεῖν.. μανίαις Pl.Plt. 310d; τὸν ἐγγύτατα χρόνον ἀεὶ τῆς ἀφέσεως κάλλιστα πάντα διάγει.. τελευτῶντος δὲ ἐξανθεῖ τοῦ χρόνου (sc. ὁ κόσμος) ib.273d.
Spanish (DGE)
• Morfología: [jón. pres. part. ἐξανθεῦντα Hp.de Arte 9]
I intr.
1 florecer completamente, estar en plena floración de la tierra o las plantas γῆ ἐξανθοῦσα X.Cyn.5.5, (ἄνθος) μήπω τελέως ἐξηνθηκός (una flor) que todavía no ha terminado de abrirse Thphr.HP 4.7.2
•fig. ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης floreciendo la insolencia da como fruto la espiga de la ofuscación A.Pers.821, del mar en una metáf. ὥσθ' αἱματηρὸν πέλαγος ἐξανθεῖν ἁλός de modo que lleno de sangre el piélago floreció ref. al color de la sangre de los bueyes matados por Orestes, E.IT 300, de otras superficies τὸ ... ἔδαφος ... σκόλοψι ... ἐξηνθήκει Luc.VH 2.30, de la ciudad de Bizancio πρὶν τὴν γείτονα ὑμῶν ἐξανθῆσαι πόλιν antes de que vuestra vecina ciudad alcance su plenitud Gr.Nyss.Ep.17.17
•medic. de úlceras o exantemas, en perf. estar todo cubierto de c. dat. σῶμα ... φλυκταίναις ... καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός cuerpo cubierto de ampollas y llagas Th.2.49, cf. Luc.DMort.6.4, Gr.Naz.M.35.1020A.
2 fig. brotar, crecer, surgir ἐξανθεῖ ἡ τῆς ἥβης τρίχωσις Arist.GA 728b27, πολὺ πλῆθος ἀρουραίων μυῶν ἐξανθῆσαν Str.13.1.48
•fig. c. suj. abstr. ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ δόξα Arist.Metaph.1010a10, κακίαι Plu.Thes.6
•medic., de úlceras o erupciones παιδίοισιν ... ἐξανθεῖ ἔλκεα ... ἐς τὴν κεφαλήν Hp.Morb.Sacr.5, φλὸξ ... ἐπέφλευσε τὴν χεῖρα, ὡς καὶ φλυκταίνας ἐξανθῆσαι IG 42.126.25 (II d.C.), κἂν ... ἐξανθήσῃ λεύκη aunque brote la lepra blanca Arist.Col.797b15, τὸ τῆς αἰδοῦς ἐρύθημα ἐξανθεῖ Clem.Al.Paed.1.8.74.
3 perder la flor ἐξηνθηκυῖα ἐλαία cuando ha perdido la flor y se está desarrollando el fruto, Dsc.3.125
•fig. perder fuerza o frescura, degradarse πέφυκεν ἀνδρεία ... κατὰ μὲν ἀρχὰς ἀκμάζειν ῥώμῃ, τελευτῶσα δὲ ἐξανθεῖν ... μανίαις Pl.Plt.310d, cf. 273d, de un color ταχὺ γὰρ ἐξανθεῖ τὸ μίλτινον pues rápido pierde su frescura el pigmento rojo Plu.2.287d, del vino muy filtrado, Plu.2.692c.
II fact.
1 hacer florecer τοιαῦτα ἐξηνθήκατε ποικίλα καὶ πολυειδῆ Luc.Pisc.6.
2 hacer brotar, producir ἐξήνθησε φλόγα τοσαύτην τὸ σῶμα Plu.Alex.35, σφῆκας δ' ἵπποι κατασαπέντες ἐξανθοῦσι los caballos habiéndose podrido hacen brotar avispas Plu.Cleom.39, λίβαδας ... μέλιτος ... αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι las laderas del monte Brileso hacen brotar riachuelos de miel Alciphr.2.20.3.
German (Pape)
[Seite 869] 1) hervor-, aufblühen; γῆ ἐξανθοῦσα, die Blumen treibt, Xen. Cyn. 5, 5; übertr., ὕβρις ἐξανθοῦσα Aesch. Pers. 807; ausbrechen, hervorkommen, ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖν ἁλός Eur. I. T. 300; von Hautausschlag u. Geschwüren, Medic.; übertr., ἐξήνθησαν αἱ κακίαι καὶ ἀνεῤῥάγησαν Plut. Thes. 6; ἐκ τῆς ὑπολήψεως ἡ δόξα Arist. metaph. 3, 5; – πέφυκεν ἡ ἀνδρεία τελευτῶσα ἐξανθεῖν παντάπασι μανίαις, endet in, bricht darin aus, Plat. Polit. 310 d, σῶμα φλυκταίναις καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός, ganz damit bedeckt, Thuc. 2, 49, πλῆθος μυῶν ἐξανθῆσαν Strab. XIII, 604; komisch übertrieben τὸ ἔδαφος μα χαίραις ἐξηνθήκει Luc. V. Hist. 2, 30. – 2) abblühen, verblühen; τελευτῶντος ἐξανθεῖ τοῦ χρόνου Plat. Polit. 273 d; ἐξηνθηκὸς δένδρον Poll. 1, 231; von Farben, verschießen, Plut. Qu. Rom. 98, vom Wein, die Blume verlieren, Symp. 6, 7, 1. – 3) Bei Sp., wie Luc., hervorsprossen lassen, hervortreiben, Piscat. 6, Plut. Eum. 16 Alex. 35, Alciphr. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
ἐξανθῶ :
impf. ἐξήνθουν, ao. ἐξήνθησα, pf. ἐξήνθηκα;
I. intr. 1 se couvrir de fleurs, fleurir ; p. ext. se couvrir de boutons, bourgeonner ; p. anal. se couvrir de pustules, se couvrir d'efflorescences en parl. de la peau ; en parl. de la mer se couvrir d'écume;
2 perdre sa fleur;
II. tr. faire fleurir, faire pousser, produire : ποικίλα LUC des fleurs variées ; φλόγα PLUT une flamme.
Étymologie: ἐξ, ἀνθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανθέω:
1 покрываться цветами, расцветать (γῆ ἐξανθοῦσα Xen.);
2 (пышно), разрастаться, вырастать, (ἡ τῆς ἥβης τρίχωσις ἐξανθεῖ Arst.);
3 (о кожных болезнях), появляться на коже, высыпать, (ἐξήνθει τὸ ἐρύθημα Plut.; ἕλκεσιν ἐξηνθηκὸς σῶμα Thuc.);
4 перен. (пышно) расцветать, возникать, появляться (ὕβρις ἐξανθοῦσα Aesch.; ἐξήνθησαν αἱ κακίαι Plut.): ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖ ἁλός Eur. море покрылось словно кровавой пеной; πυρετὸς ἐξήνθησεν αὐτῷ Plut. у него появилась лихорадка; ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ ἀκροτάτη δόξα τῶν εἰρημένων Arst. из этого допущения развилось самое крайнее из когда-л. высказанных мнений;
5 перерастать, перерождаться, превращаться (ἡ ἀνδρεία τελευτῶσα ἐξανθεῖ μανίαις Plat.; εἰς κακίαν Plut.);
6 отцветать, увядать (τελευτῶντος τοῦ χρόνου ἐξανθεῖ ὁ κόσμος Plat.);
7 выцветать, блекнуть (τάχυ ἐξανθεῖ τὸ μίλτινον Plut.);
8 выдыхаться, терять аромат (ὁ οἶνος ἐξανθεῖ Plut.);
9 (по)рождать, производить (ποικίλα καὶ πολυειδῆ, sc. ἄνθη Luc.; πολὺ κώνειον Plut.): τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα Plut. поле покрылось солончаками; ἐ. τὸ ἁλουργόν Plut. багроветь; ἐξανθῆσαι φλόγα Plut. воспламениться, вспыхнуть.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανθέω: ἔχω ἄνθη, γῆ ἐξανθοῦσα Ξεν. Κυν. 5, 5· ἀνθῶ, ἐπὶ ἀνθέων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 2· ἐπὶ τῆς αὐξήσεως τῶν τριχῶν, ἐξ. ἡ τῆς ἤβης τρίχωσις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 14: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἳ τοιαῦτα ἐξηνθήκατε ποικίλα καὶ πολυειδῆ τὰς βαφὰς Λουκ. Ἁλ. 6· ἀναδίδω, παράγω, ἐξήνθησε φλόγα Πλουτ. Ἀλεξ. 35. σφῆκας ἵπποι κατασαπέντες ἐξανθοῦσι ὁ αὐτ. ἐν Κλεομένει 39. 2) μεταφ., ἀναφαίνομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὡς ἐξάνθησις, ὥσθ’ αἱματηρὸν πέλαγος (πέλανον Ἄλδ.) ἐξανθεῖν ἁλὸς Εὐρ. Ι. Τ. 300· ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης ἀναδιδοῦσα ἄνθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 821· ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἡ δόξα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· αὖθις ἐξήνθησαν αἱ κακίαι, ἀνεφάνησαν, Πλουτ. Θησ. 6. 3) ἐπὶ νοσημάτων, ἀναφαίνομαι, τὰ μὲν γὰρ πρὸς τὰ ἐντὸς τετραμμένα ἐν δυσόπτω, τὰ δ’ ἐξανθοῦντα ἐς τὴν χροιὴν ἢ οἰδαίνοντα ἐν εὐδήλῳ Ἱππ. π. Τέχν. 6. 4· κἂν κατὰ μέρος τι τοῦ σώματος ἐξανθήσῃ λεύκη Ἀριστ. π. Χρωμάτ. 6. 3· φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκὸς (τὸ σῶμα) Θουκ. 2. 49, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 4· πέφυκεν ἡ ἀνδρεία τελευτῶσα ἐξανθεῖν μανίαις Πλάτ. Πολιτικ. 310D· τὸ ἔδαφος σκόλοψιν ἐξηνθήκει Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 30. ΙΙ. παρακμάζω, ἀποβάλλω τὴν ἀνθηρότητά μου, Πλάτ. Πολιτ. 272D· ἐπὶ χρωμάτων, «ξεθωριάζω», ταχὺ γὰρ ἐξανθεῖ τὸ μίλτινον Πλούτ. 2. 287D· ἐπὶ οἴνου, «ξεθυμαίνω», ἐξανθεῖ γὰρ καὶ ἀποπνεῖ αὐτόθι 692C.
Greek Monotonic
ἐξανθέω: μέλ. -ήσω,
1. βάζω, τοποθετώ λουλούδια, σε Ξεν.
2. μεταφ., εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω, ως ανθοφορία, ανθίζω, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για έλκη, ξεσπώ, εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, σε Θουκ., Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to put out flowers, Xen.
2. metaph. to burst forth, like an efflorescence, bloom forth, Aesch., Eur.:—of ulcers, to break out, Thuc., Luc.
Translations
blossom
Arabic: زَهَرَ; Armenian: բողբոջել; Assamese: ফুলা; Azerbaijani: çiçəkləmək, çiçək açmaq; Belarusian: цвісці́; Bulgarian: цъ́фвам, цъфтя; Burmese: ပန်းပွင့်; Catalan: florir; Cherokee: ᎠᏥᎸᏍᎦ; Chinese Mandarin: 開花/开花, 開/开; Czech: kvést; Dutch: bloeien, bloesemen; Esperanto: flori; Finnish: kukkia, puhjeta; French: fleurir; Friulian: florî; Galician: frorecer, frolear, choridar, esbrochar, chorir; Georgian: ყვავის, იფურჩქნება; German: blühen, erblühen; Alemannic German: blüeje; Ancient Greek: ἀνθέω, ἐξανθέω, θάλλω; Haitian Creole: fleri; Hungarian: virágzik; Italian: fiorire; Japanese: 咲く; Kazakh: гүлдену, гүлдеу; Khmer: ផ្កា; Korean: 피다; Kurdish Central Kurdish: پشکووتن; Kyrgyz: гүлдө, гүлдөө; Ladino: enfloreser; Latin: floreo; Luxembourgish: bléien, floréieren; Macedonian: цути; Malayalam: പുഷ്പിക്കുക; Maori: manahua, ngawhā, pua, matikao; Mauritian Creole: fleri; Middle English: blosmen; Norwegian Bokmål: blomstre; Nynorsk: blomstre, bløme; Old English: blōwan; Ottoman Turkish: چیچكلنمك; Persian: شکفتن; Polish: kwitnąć; Portuguese: desabrochar, florir, florescer; Quechua: t'ikay, waytay; Romanian: înflori; Russian: цвести, расцветать, расцвести; Serbo-Croatian Cyrillic: цветати, цвјетати; Roman: cvetati, cvjetati; Sicilian: ciuriri, nzagarari; Slovak: kvitnúť; Slovene: cveteti; Spanish: florecer; Swedish: blomma, blomstra; Tajik: шукуфтан; Thai: บาน; Turkish: çiçek açmak; Ukrainian: цвісти, кві́тнути, розцвітати, розцвісти, розквітати, розкві́тнути; Uzbek: gullamoq; Vietnamese: nở; Volapük: florön