ἐπευθύνω
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
guide, direct, X.Cyn.5.32; τὸν δρόμον Plu.2.980f; direct, administer, πολίσματα A.Pers.860 codd. (lyr.); τὰ κοινά Aeschin.3.158 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 918] dahin, danach lenken; τὸ σῶμα Xen. Cyn. 5, 32; Sp.; übertr., νομίσματα πύργινα Aesch. Pers. 860, d. i. verwalten; bei Aesch. 3, 158 v.l. für ἀπευθύνειν.
French (Bailly abrégé)
diriger.
Étymologie: ἐπί, εὐθύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπευθύνω: (ῡν)
1 направлять (σῶμα Xen.; δρόμον Plut.);
2 управлять (νομίσματα πύργινα Aesch.; τὰ κοινά Aeschin. - v.l. ἀπευθύνω);
3 наставлять, учить (τὸν νέον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπευθύνω: ὁδηγῶ εἴς τι σημεῖον, Ξεν. Κυν. 5. 32· διέπω, διοικῶ, ἠδὲ νομίσματα πύργινα πάντ’ ἐπεύθυνον (ἠδὲ πολίσματα πύργινα πάντ’ ἐπέρθομεν, Keiper, Pallis) Αἰσχύλ. Πέρσ. 860· ἐπευθύνειν τὰ κοινά, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 76. 13, ἀντὶ ἀπευθύνειν, ἴδε ἀπευθύνω Ι. 2.
Greek Monolingual
ἐπευθύνω (Α)
1. οδηγώ σ' ένα σημείο («ἐπευθύνειν γὰρ οὐχ ἱκανὴ τὸ σῶμα διὰ τὴν βραχύτητα» [για λαγωνικό], Ξεν.)
2. διευθύνω, διοικώ («πολίσματα πύργινα πάντ' ἐπηύθυνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευθύνω «κατευθύνω»].
Greek Monotonic
ἐπευθύνω: [ῠ], οδηγώ, κατευθύνω, καθοδηγώ σε ένα σημείο· διοικώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to guide to a point: to administer, Aesch.