ἐπιδεικνύω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
v. ἐπιδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
c. ἐπιδείκνυμι.
Étymologie: ἐπί, δεικνύω.
German (Pape)
= ἐπιδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεικνύω: Xen., Dem., Plut. = ἐπιδείκνυμι.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.