ὑδατώδης

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτώδης Medium diacritics: ὑδατώδης Low diacritics: υδατώδης Capitals: ΥΔΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: hydatṓdēs Transliteration B: hydatōdēs Transliteration C: ydatodis Beta Code: u(datw/dhs

English (LSJ)

ὑδατῶδες,
A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑδατώδης Id.Mete.364b21; [νέφος] ὑδατωδέστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑδατώδης κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr. HP 4.10.3.
II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5.
2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.

German (Pape)

ες, wasserartig, -ähnlich, wie Wasser aussehend, Theophr.; wässerig, Thuc. 3.23. – wassersüchtig, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτώδης: (ῠ)
1 водянистый (ὑγρότης Arst.);
2 сырой, влажный (ἄνεμος Arst.);
3 дождевой (νέφος Arst.);
4 растекающийся, тающий: κρύσταλλος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].

Léxico de magia

v. σχῆμα

Lexicon Thucydideum

aquosus, watery, wet, 3.23.5.

Translations

Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: waterig; Finnish: läpimärkä; French: aqueux; German: wässrig; Hindi: आबी; Italian: acquoso, acqueo, bagnato, inzuppato; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: aquoso; Romanian: apătos, apos; Russian: водянистый; Spanish: acuoso; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur