κόπριον

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπριον Medium diacritics: κόπριον Low diacritics: κόπριον Capitals: ΚΟΠΡΙΟΝ
Transliteration A: kóprion Transliteration B: koprion Transliteration C: koprion Beta Code: ko/prion

English (LSJ)

τό,
A = κόπρος, Id.Acut.56, Ruf. ap. Orib.8.24.8, PFay.110.5 (i A. D.), etc.: pl., Heraclit.96, OGI483.81 (Pergam.), Sor.2.56, Plu.Pomp.48.
2 generally, dirt, filth, BGU1115.50 (i B. C.); especially in Magic, dirt taken from spot where a corpse has lain, in plural, PMag.Par.1.1396,1441.

German (Pape)

[Seite 1483] τό, = κόπρος, Dünger, Mist; κοπρίων κόφινον Plut. Pomp. 48; Strab. XVI, 784; Arr. Epict. 2, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tas de fumier.
Étymologie: κόπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόπριον -ου, τό [κόπρος] ontlasting, ook plur.: νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι lijken kan men beter wegwerpen dan mest Heraclit. B 96.

Russian (Dvoretsky)

κόπριον: τό тж. pl. Plut., NT = κόπρος.

Spanish

estiércol, suciedad

Greek Monolingual

κόπριον, τὸ (ΑM, Μ και κόπριο και κόπριν)
περίττωμα, κόπρος, κοπριά
μσν.
φρ. α) «χύνω στὰ κόπρια» — ξοδεύω ασυλλόγιστα
β) «πηγαίνω στὰ κόπρια» — ξοδεύομαι άδικα
αρχ.
1. γεν. ακαθαρσίες, βρομιές
2. στον πληθ. τὰ κόπρια
(στη μαγική) ακαθαρσίες που έπαιρναν από σημείο όπου βρισκόταν πτώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ιον (πρβλ. λόγιον, πόδιον)].

Greek (Liddell-Scott)

κόπριον: τό, = κόπρος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· πληθ. ὡς καὶ νῦν, Πλουτ. Πομπ. 48· πρβλ. ἔκβλητος.

Chinese

原文音譯:kopr⋯a 可普里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:肥料 相當於: (אַשְׁפֹּת‎) (דֹּמֶן‎)
字義溯源:肥料,糞,堆肥;源自(κοπρία / κόπριον / κόπρος)X*=排泄物);或出自(κόπτω)=砍*),
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 糞(2) 路13:8; 路14:35

Léxico de magia

τό estiércol, suciedad tomada de un lugar donde ha habido cadáveres ἄρας κόπρια ἀπὸ τοῦ τόπου, ὅπου πράσσεις, βάλε ἔσω παρ' αὐτήν tomando estiércol del lugar donde realizas la práctica, arrójalo hacia donde ella está P IV 1396 P IV 1441

Translations

excrement

Arabic: غَائِط‎, بِرَاز‎, خَرَاء‎, خِرَاء‎; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίσσωμα, περίττωμα, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex