ἁλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(big3_3)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ [[salazón]] Eust.906.56.
|dgtxt=-ίδος, ἡ [[salazón]] Eust.906.56.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἅλις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]], σε [[αφθονία]] και με [[τροποποίηση]] της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με [[ρήμα]], [[συχνά]] και με ουσιαστικό ή [[επίθετο]]<br />σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή [[επίθετο]] στην αττ. διάλεκτο)<br /><b>2.</b> (ως απρόσωπη [[έκφραση]] [[ἅλις]] (εννοείται <i>ἐστί</i>), [[είναι]] αρκετό, αρκεί<br /><b>3.</b> (στους Αττικούς με γενική πράγματος) [[ἅλις]] τινός</i>, αρκετό [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>4.</b> [[συχνά]] ως [[κατακλείδα]] συζητήσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαίο ποιητικό [[επίρρημα]], που απαντά [[επίσης]] στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -<i>ις</i> (που υπάρχει [[επίσης]] και στους επιρρηματικούς τ. [[μόγις]], [[μόλις]] «με κόπο, [[μόλις]] και [[μετά]] βίας», [[χωρίς]] <b>κ.λπ.</b>) ανάγεται [[συνήθως]] σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( [[ἅλις]] «[[συσσώρευση]]») ή επιθέτου ( [[ἅλις]] «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα <i>Fαλίδιος</i>, η [[γλώσσα]] του Ησύχιου, <i>γάλι</i> «ικανόν», [[καθώς]] και το ομηρικό [[μέτρο]] επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού <i>F</i> στη λ. Με [[βάση]] τη [[σημασία]] της και την ύπαρξη αρχικού <i>F</i>, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[εἴλω]] «[[περισφίγγω]], [[συμπιέζω]], [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και με τα επίθ. [[ἁλής]], [[ἀολλής]] «[[αθρόος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλίφρων]]].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίς Medium diacritics: ἁλίς Low diacritics: αλίς Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: halís Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(li/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ἅλς)

   A = ἁλμυρίς, Eust.706.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), = ἁλμυρίς, Εὐστ. 706. 56.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ salazón Eust.906.56.

Greek Monolingual

ἅλις επίρρ. (Α)
1. κατά σωρούς, σωρηδόν, σε αφθονία και με τροποποίηση της αρχικής έννοιας «ικανοποιητικά», «αρκετά» (στον Όμ. συνδέεται ιδιαίτερα με ρήμα, συχνά και με ουσιαστικό ή επίθετο
σπάνια συνδέεται με ουσιαστικό ή επίθετο στην αττ. διάλεκτο)
2. (ως απρόσωπη έκφραση ἅλις (εννοείται ἐστί), είναι αρκετό, αρκεί
3. (στους Αττικούς με γενική πράγματος) ἅλις τινός, αρκετό μέρος από κάποιο πράγμα
4. συχνά ως κατακλείδα συζητήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ποιητικό επίρρημα, που απαντά επίσης στους Ηρόδοτο, Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η επιρρηματική κατάλ. -ις (που υπάρχει επίσης και στους επιρρηματικούς τ. μόγις, μόλις «με κόπο, μόλις και μετά βίας», χωρίς κ.λπ.) ανάγεται συνήθως σε παλαιότερο τ. ονομαστικής ουσιαστικού ( ἅλις «συσσώρευση») ή επιθέτου ( ἅλις «συσσωρευμένος, συγκεντρωμένος»). Το κύριο όνομα Fαλίδιος, η γλώσσα του Ησύχιου, γάλι «ικανόν», καθώς και το ομηρικό μέτρο επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρχικού F στη λ. Με βάση τη σημασία της και την ύπαρξη αρχικού F, η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. εἴλω «περισφίγγω, συμπιέζω, συνωθώ», καθώς και με τα επίθ. ἁλής, ἀολλής «αθρόος».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλίφρων].