ἄμαθος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(big3_3) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄμᾰθος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο <i>Il</i>.5.587]<br /><b class="num">1</b> [[arena]] βαθείη <i>Il</i>.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.<br /><b class="num">2</b> plu. [[playa]], <i>h.Ap</i>.439, Euph.67.2<br /><b class="num">•</b>[[terreno arenoso]] Nic.<i>Th</i>.262.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. <i>samt</i> ‘arena’ (< *<i>samatho</i>-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. <i>sabulum</i>, etc., partiendo de *<i>bhes</i>- que en grado ø es *<i>bhs</i>- > *<i>ps</i>-, pudiéndose simplificar eventualmente en *<i>s</i>-. | |dgtxt=(ἄμᾰθος) -ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο <i>Il</i>.5.587]<br /><b class="num">1</b> [[arena]] βαθείη <i>Il</i>.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.<br /><b class="num">2</b> plu. [[playa]], <i>h.Ap</i>.439, Euph.67.2<br /><b class="num">•</b>[[terreno arenoso]] Nic.<i>Th</i>.262.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. <i>samt</i> ‘arena’ (< *<i>samatho</i>-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. <i>sabulum</i>, etc., partiendo de *<i>bhes</i>- que en grado ø es *<i>bhs</i>- > *<i>ps</i>-, pudiéndose simplificar eventualmente en *<i>s</i>-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε [[κάτι]], αδίδαχτος, [[αμόρφωτος]],<br /><b>2.</b> [[αγράμματος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>3.</b> [[αγροίκος]], [[ανόητος]], [[αγενής]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξοικειωμένος, [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], [[άπειρος]], [[αδαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>μαθ</i>- του ρ. [[μανθάνω]], [[μαθαίνω]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄμαθος]], η (Α) ([[επικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἄμμος]])<br /><b>1.</b> η [[άμμος]] και [[κυρίως]] η [[άμμος]] της πεδιάδας, αμμώδες [[έδαφος]] (σε [[αντίθεση]] με την άμμο της θάλασσας, την <i>ψάμαθο</i>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἄμαθοι</i><br />σωροί άμμου [[κοντά]] σε [[θάλασσα]], αμμώδη υψώματα, <i>θίνες</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ετυμολογικά [[συγγενής]] με τον μσν. άνω γερμαν. τ. <i>sampt</i> «[[άμμος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και γερμαν. <i>Sand</i> «[[άμμος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sampt</i> με [[ανομοίωση]]). Ο [[συσχετισμός]] αυτός που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] της δασύτητας στη λ. <i>hαμαθος</i>, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η [[αλληλεπίδραση]] [[μεταξύ]] τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]] «[[άμμος]]». Σημειώνεται ότι αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ἄμαθος]] σχηματίστηκε η λ. [[ψάμαθος]] «[[άμμος]]», ενώ η λ. [[ἄμμος]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[ψάμμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαθῑτις</i>, <i>ἀμαθόεις</i>, [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαθώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 114] ἡ, Sand, Hom. einmal, Iliad. 5, 587 ἀμάθοιο βαθείης, Sand im Binnenlande; den Seesand u. Flußsand nennt er ψάμαθος, Lehrs Aristarch. 128; der Unterschied wird aber nicht ursprünglich sein; denn ἄμαθος ist nur eine Nebenform von ψάμαθος, wie γαῖα u. αἶα; nach Hom. wird der Unterschied wieder verwischt; eine Nereide heißt Iliad. 18, 48 Ἀμάθεια, in dem nach Aristarch unächten Nereidencatalog, s. Scholl. Aristonic. u. Didym.; auch Hymn. Apoll. 439 ἀμάθοισιν der Seestrand; vgl. Apoll. Rh. 4, 1239. 1464.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμᾰθος: [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. τύπος τοῦ ἄμμος, ἡ ἄμμος τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες ἔδαφος, χῶμα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης (ψάμμος, ψάμαθος), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sable de plaine, sol sablonneux.
Étymologie: cf. ψάμαθος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἄμᾰθος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Il.5.587]
1 arena βαθείη Il.l.c., ἠερίη A.R.4.1239, cf. Hdn.Gr.1.145.
2 plu. playa, h.Ap.439, Euph.67.2
•terreno arenoso Nic.Th.262.
• Etimología: El único paralelo de esta palabra se encuentra en maa. samt ‘arena’ (< *samatho-). Es dud. si es una palabra no ide. o si se relaciona c. ψάμμος, lat. sabulum, etc., partiendo de *bhes- que en grado ø es *bhs- > *ps-, pudiéndose simplificar eventualmente en *s-.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος,
2. αγράμματος, απαίδευτος
3. αγροίκος, ανόητος, αγενής
4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + θ. μαθ- του ρ. μανθάνω, μαθαίνω].———————— (II)
ἄμαθος, η (Α) (επικός τύπος αντί του ἄμμος)
1. η άμμος και κυρίως η άμμος της πεδιάδας, αμμώδες έδαφος (σε αντίθεση με την άμμο της θάλασσας, την ψάμαθο)
2. στον πληθ. αἱ ἄμαθοι
σωροί άμμου κοντά σε θάλασσα, αμμώδη υψώματα, θίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής με τον μσν. άνω γερμαν. τ. sampt «άμμος» (πρβλ. και γερμαν. Sand «άμμος» < sampt με ανομοίωση). Ο συσχετισμός αυτός που προϋποθέτει ανομοίωση της δασύτητας στη λ. hαμαθος, δεν επιτρέπει να αναχθούμε σ’ έναν κοινό αρχικό ΙΕ τύπο. Βεβαία θεωρείται αντιθέτως η αλληλεπίδραση μεταξύ τών παραγώγων δύο διαφορετικής προελεύσεως οικογενειών λέξεων, τών λ. ἄμαθος και ψάμμος «άμμος». Σημειώνεται ότι αναλογικά προς τη λ. ἄμαθος σχηματίστηκε η λ. ψάμαθος «άμμος», ενώ η λ. ἄμμος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το ψάμμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθῑτις, ἀμαθόεις, ἀμαθύνω, ἀμαθώδης.