ἀμεύομαι: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [act. <i>EM</i> 1060, 1152]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι <i>ICr</i>.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[franquear]], [[pasar al otro lado de]] ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[sobrepasar]], [[superar]], [[aventajar]] ἀντίους Pi.<i>P</i>.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.<i>Fr</i>.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.<br /><b class="num">3</b> [[adquirir]], [[trocar]], <i>ICr</i>.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμύνω]]. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [act. <i>EM</i> 1060, 1152]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι <i>ICr</i>.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[franquear]], [[pasar al otro lado de]] ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[sobrepasar]], [[superar]], [[aventajar]] ἀντίους Pi.<i>P</i>.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.<i>Fr</i>.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.<br /><b class="num">3</b> [[adquirir]], [[trocar]], <i>ICr</i>.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμεύομαι]] (Α) ([[δωρικός]] [[τύπος]] σε [[χρήση]] μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]], [[νικώ]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[ρηματικός]] τ. που αρχικά σήμαινε «[[κινώ]], [[διακινώ]]», [[κατόπιν]] «[[ανταλλάσσω]]» και τελικά προσέλαβε, κατ’ [[επέκταση]], τη [[σημασία]] «[[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], [[αξίζω]]». Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. [[ἀμύνω]], [[καθώς]] και με τα: λατ. <i>moveo</i> «[[κινώ]]», αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>ivati</i> «[[μετακινώ]], [[σπρώχνω]]», χεττιτ. <i>maušzi</i> «[[πέφτω]]» κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμευσιεπής]], [[ἀμεύσιμος]], [[ἀμευσίπορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor.
A = ἀμείβομαι, only fut. and aor. 1, surpass, outstrip, ἀμεύσασθ' ἀντίους Pi.P.1.45; ἀμεύσεσθε Τίσανδρον Id.Fr.23. 2 pass over, ὕδατα Euph.119. II purchase(?), GDI4964 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 123] (dasselbe W. mit ἀμείβω), Pind. P. 1, 45, ἀμεύσασθαι ἀντίους, die Gegner übertreffen; auch im frg. bei Eusth. (Schol. παρελθεῖν καὶ νικῆσαι); ὕδατα ἀμευσάμενος Euphor. fr. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύομαι: ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε ἀμείβω ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
French (Bailly abrégé)
seul. f. et ao.
1 passer de l’autre côté de, franchir, acc.;
2 fig. surpasser.
Étymologie: dor. c. ἀμείβομαι.
English (Slater)
ᾰμεύομαι
1 surpass ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους (v. l. ἀμεύσεσθ) (P. 1.45) ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον (-σασθαι Bergk.) fr. 23.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. EM 1060, 1152]
• Morfología: [cret. aor. inf. ἀμεϝύσασθαι ICr.4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.)]
1 franquear, pasar al otro lado de ὕδατα Euph.146, ἀμεύσασθαι· ἀμείβεσθαι. διελθεῖν. περαιώσασθαι Hsch.
2 c. ac. de pers. sobrepasar, superar, aventajar ἀντίους Pi.P.1.45, Νάξιον Τείσανδρον Pi.Fr.23, cf. τοναμευσα Alcm.3.fr.11.4.
3 adquirir, trocar, ICr.1.18.1 (Lito), 4.4.1 (Gortina VII/VI a.C.).
• Etimología: Cf. ἀμύνω.
Greek Monolingual
ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο)
1. ξεπερνώ, νικώ
2. διέρχομαι, διαπερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη σημασία «υπερτερώ, υπερέχω, αξίζω». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀμύνω, καθώς και με τα: λατ. moveo «κινώ», αρχ. ινδ. mīivati «μετακινώ, σπρώχνω», χεττιτ. maušzi «πέφτω» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμευσιεπής, ἀμεύσιμος, ἀμευσίπορος.