ἁπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sensible al tacto]] γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.<i>PA</i> 660<sup>a</sup>21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.<i>GC</i> 322<sup>b</sup>27.<br /><b class="num">2</b> [[que actúa sobre]] c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.<br /><b class="num">3</b> [[referente al sentido del tacto]] [[αἴσθησις]] Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>9, Alex.Aphr.<i>Pr.Praef</i>., [[δύναμις]] Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἁπτικόν [[el sentido del tacto]] Arist.<i>de An</i>.415<sup>a</sup>3, Plu.2.898e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma sensible al tacto]] ἐνεργεῖν Olymp.<i>in Alc</i>.40.8.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sensible al tacto]] γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.<i>PA</i> 660<sup>a</sup>21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.<i>GC</i> 322<sup>b</sup>27.<br /><b class="num">2</b> [[que actúa sobre]] c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.<br /><b class="num">3</b> [[referente al sentido del tacto]] [[αἴσθησις]] Arist.<i>de An</i>.413<sup>b</sup>9, Alex.Aphr.<i>Pr.Praef</i>., [[δύναμις]] Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἁπτικόν [[el sentido del tacto]] Arist.<i>de An</i>.415<sup>a</sup>3, Plu.2.898e.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma sensible al tacto]] ἐνεργεῖν Olymp.<i>in Alc</i>.40.8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁπτικός]], -ή, -όν) [[άπτω]], -<i>ομαι]]<br />αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική [[ικανότητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να έρχεται σε [[επαφή]] με κάποιον ή [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτικός Medium diacritics: ἁπτικός Low diacritics: απτικός Capitals: ΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haptikós Transliteration B: haptikos Transliteration C: aptikos Beta Code: a(ptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτομαι)

   A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27.    2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C.    3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.

German (Pape)

[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁπτικός, -ή, -όν) άπτω, -ομαι]]
αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική ικανότητα»)
αρχ.
ο ικανός να έρχεται σε επαφή με κάποιον ή κάτι.