ἑσμός: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> essaim d’abeilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> essaim, troupe;<br /><b>3</b> siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> essaim d’abeilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> essaim, troupe;<br /><b>3</b> siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἕζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἑσμός]])<br /><b>1.</b> (για μέλισσες ή σφήκες) [[σμήνος]]<br /><b>2.</b> [[πλήθος]], [[αγέλη]], [[ομάδα]] («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />«ο [[εσμός]] τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[έζομαι]], ενώ πιο πειστική [[είναι]] η [[ερμηνεία]] της λ. από σύνθετο <i>ε</i>-<i>σμός</i>: α’ συνθετικό <i>ε</i>-, συνδεόμενο με το ρ. [[ίημι]] (<b>[[πρβλ]].</b> β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. <i>έ</i>-<i>ς</i>, μτχ. μέσ. αορ. <i>έ</i>-<i>μενος</i>)<br />β’ συνθετικό [[επίθημα]] -<i>σμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δα</i>-<i>σμός</i>, <i>σει</i>-<i>σμός</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑσμός]], ὁ (Α) [[ίημι]]<br />(για πράγματα) [[καθετί]] που υπάρχει σε [[αφθονία]] («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑσμός Medium diacritics: ἑσμός Low diacritics: εσμός Capitals: ΕΣΜΟΣ
Transliteration A: hesmós Transliteration B: hesmos Transliteration C: esmos Beta Code: e(smo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἕζομαι)

   A that which settles, esp. a swarm of bees, Hdt.5.114, Pl.Lg.708b, X.HG3.2.28 ; ἑ. λαμβάνειν Plu.Dio24 ; of wasps, καθ' ἑσμούς in swarms, Ar.V.1107.    2 any swarm or flock, ἑ. ὑβριστής, of men, A.Supp.30(anap.) ; ἑ. ὡς πελειάδων ἵζεσθε ib.223 ; γυναικῶν Ar.Lys.353, etc. ; [τεχνιτ] ῶν Pae.Delph.14 ; στρατιᾶς Epigr.Gr.985 (Philae).    3 (ἵημι) of things, ἑσμοὶ γάλακτος streams of milk, E.Ba. 710 ; ἑ. μελίσσης γλυκύς, i.e. honey, Epin.1.7 ; ἑ. νούσων A.Supp. 684 (lyr.); λόγων Pl.R.450b ; πληγῶν Ph.2.95 ; παθῶν Porph.Abst. 1.34.    4 = ὁδός, Hsch.; πατρίδος καλῆς τὸν ἐπάξιον ἑ. ἑλέσθαι Arch.Pap.1.220(ii B.C.). (-freq.in codd., but cf. Ar.V.l.c., Eust.178.16.)

German (Pape)

[Seite 1042] ὁ, oder ἐσμός, ein Schwarm (der zusammen herausgelassen wird, ἵημι, παρὰ τὸ ἅμα πετομένας ἵεσθαι E. M., oder sich zusammen niederläßt, ἕζομαι, Eust.); zunächst von den Bienen, Plat. Legg. IV, 708 b VIII, 843; Bekker schreibt ἐσμός; μελιττῶν Xen. Hell. 3, 2, 20; Arist. H. A. 9, 40; von Wespen, Ar. Vesp. 1107; ὡς πελειάδων Aesch. Suppl. 220; öfter übertr., von jeder Menge, ὑβριστὴς Αἰγυπτογενής id. 30; νούσων 667; γυναικῶν Ar. Lys. 353; ὅσον ἐσμὸν λόγων ἐπεγείρετε Plat. Rep. V, 450 b; auch γάλακτος, Eur. Bacch. 709; vom Honig, Epinic. bei Ath. X, 432 c; Sp., wie Luc. ὀνομάτων ἀτόπων Lexiph. 17; θηρίων, von Würmern, Plut. Art. 16; σοφίας Themist. – Der spirit. asper wird von den alten Grammatikern ausdrücklich bemerkt – Bei Plut. Dion. 24 wird von den Bienen gesagt ἑσμὸν λαμβάνειν, als Schwarm sich niederlassen, welches für die Ableitung von ἕζομαι spricht.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσμός: (οὐχὶ ἐσμός, διότιῥίζα εἶναι ἙΔ, ἕζομαι, ἴδε Αἰσχύλ. Ἱκ. 684, πρβλ. ἀφεσμὸς), ὁ, πᾶν τὸ ἀφθόνως ἐξορμῶν, ἀνάβλυσις, Λατ. scaturigo· ἰδίως σμῆνος μελισσῶν, Ἡρόδ. 5. 114, Πλάτ. Νόμ. 708Β, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 28· σφηκῶν, καθ’ ἑσμούς, κατὰ σμήνη. Ἀριστοφ. Σφ. 1107. 2) πλῆθοςἀγέλη, ἑσμὸς ὑβριστής, ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 31· ἑσμὸς ὡς πελειάδων ἕζεσθε αὐτόθι 223· γυναικῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 353, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἑσμοί γάλακτος, ῥύακες γάλακτος, Εὐρ. Βάκχ. 710. ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· προσέτι, ἑσμὸς μελίσσης γλυκύς, ὅ ἐστι μέλι, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 481, Ἑρμάννου Πονημάτ. 2. 252· ὡσαύτως, ἑσμ. νούσων Αἰσχύλ. Ἱκ. 684· λόγων Πλάτ. Πολ. 450Β. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 essaim d’abeilles;
2 p. ext. essaim, troupe;
3 siège.
Étymologie: ἕζομαι.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἑσμός)
1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος
2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ.
«ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία της λ. από σύνθετο ε-σμός: α’ συνθετικό ε-, συνδεόμενο με το ρ. ίημι (πρβλ. β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. έ-ς, μτχ. μέσ. αορ. έ-μενος)
β’ συνθετικό επίθημα -σμος (πρβλ. δα-σμός, σει-σμός)].———————— (II)
ἑσμός, ὁ (Α) ίημι
(για πράγματα) καθετί που υπάρχει σε αφθονία («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, Ευρ.).