ἱκέτης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(eksahir)
(17)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[suplicante]]
|esgtx=[[suplicante]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηχ</i>-[[έτης]], <i>οικ</i>-[[έτης]]). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>iketa</i>, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: <i>Ἱκετάων</i>, <i>Ἱκέτυλλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικέσιος]], [[ικετεύω]], [[ικετήριος]], [[ικετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικετήσιος]], [[ικετώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικεταδόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικετοδόχος]]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκέτης Medium diacritics: ἱκέτης Low diacritics: ικέτης Capitals: ΙΚΕΤΗΣ
Transliteration A: hikétēs Transliteration B: hiketēs Transliteration C: iketis Beta Code: i(ke/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἱκνέομαι)

   A one who comes to seek aid or protection, suppliant; freq. in Hom. of one who comes to seek for purification after homicide, ἀνὴρ ἱ. Il. 24.158, cf. Od.9.270,al.: later generally, ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Hdt.2.113, cf. 5.71; ἱ. σέθεν ἔρχομαι Pi.O.5.19, cf. S.OC634, Th.1.136; ἱ. πατρῴων τάφων Id.3.59; δέξασθαι ἱκέτην A.Supp.27 (anap.); of pilgrims to a healing shrine, ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν IG4.951.90 (Epid.); ὑβρίζειν . . εἰς ἱκέτας Phld.Ir.p.35 W.:—wrongly expld.as protector of suppliants by some Gramm. in Od.16.422.

German (Pape)

[Seite 1248] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; ἀνήρ, Il. 24, 158; ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; αἰδοῖος 7, 165; neben ξένος 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie ξένος den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; ἔρχομαι σέθεν Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων ἱκέτης ὅδ' ἀνήρ Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; ἱκέτης δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς ἱκέτης γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; ἱκέτης προσπίπτω Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκέτης: ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος ὅπως ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς ὅστις θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος ὅπως ἐξαγνισθῇ μετὰ ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, ἀνήρ ἱκέτης Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ τοιοῦτος ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο ἄξιος σεβασμοῦ (αἰδοῖος) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. σέθεν ἔρχομαι Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. ἱκέτης ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ λόγος ὅπως ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - ἱκτήρ, ἵκτωρ, προσίκτωρ, προστροπαῖος εἶναι λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε Ἰξίων. - Πρβλ. ἱκέτις, ἵκτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vient en suppliant, suppliant ; ἱκέτης τινός, qui vient en suppliant auprès de qqn, ou au contr. qui vient supplier pour qqn ou pour qch.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, v. ἱκνέομαι.

English (Autenrieth)

(ἵκω): suppliant, for protection of any sort, but esp. one in search of purification from homicide (cf. Tlepolemus, Lycophron, Patroclus), Od. 9.269, Il. 21.75.

Spanish

suplicante

Greek Monolingual

ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, -ιδος)
αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία
νεοελλ.
αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί
αρχ.
αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι «φτάνω, πετυχαίνω τον στόχο μου» + κατάλ. -έτης (πρβλ. ηχ-έτης, οικ-έτης). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη μορφή iketa, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: Ἱκετάων, Ἱκέτυλλος.
ΠΑΡ. ικέσιος, ικετεύω, ικετήριος, ικετικός
αρχ.
ικετήσιος, ικετώσυνος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικεταδόκος
μσν.
ικετοδόχος].