ἰοχέαιρα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(eksahir)
(17)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[disparadora de flechas]]
|esgtx=[[disparadora de flechas]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («[[ἰοχέαιρα]] [[παρθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ἡ Ἰοχέαιρα</i><br />η Άρτεμις<br /><b>3.</b> αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («[[ἰοχέαιρα]] [[φαρέτρα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Το β' συνθετικό <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i> κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τα <i>γέρ</i>-<i>αιρα</i>, <i>χίμ</i>-<i>αιρα</i> ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. <i>χεFαρ</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] -<i>χέαιρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], [[οπότε]] η [[δομή]] του συνθ. [[είναι]] ανάλογη του αρχ. ινδ. <i>isu</i>-<i>hasta</i>- «που κρατάει [[βέλος]] στο [[χέρι]] του». Η [[άποψη]] αυτή [[ωστόσο]] δεν ερμηνεύει το [[ἰοχέαιρα]] (ΙΙ)·].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰοχέαιρα]], ἡ (Α)<br />(ως επίθ. του φιδιού [[ασπίς]]) αυτή που εκχύνει [[δηλητήριο]] («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ [[ζῷον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χέαιρα</i>. Βλ. [[ιοχέαιρα]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοχέαιρα Medium diacritics: ἰοχέαιρα Low diacritics: ιοχέαιρα Capitals: ΙΟΧΕΑΙΡΑ
Transliteration A: iochéaira Transliteration B: iocheaira Transliteration C: iocheaira Beta Code: i)oxe/aira

English (LSJ)

ἡ, (ἰός A)

   A arrow-pourer, shooter of arrows, epith. of Artemis, Il.5.53, etc.; ἰ. παρθένος Pi.P.2.9: as Subst., Ἰοχέαιρα Il.21.480, Od. 11.198, Schwyzer 758 (vi B.C.), IG14.1389i53; later ἰ. φαρέτρα AP 6.9 (Mnasalc.).    II (ἰός B) poison-shedding, of serpents, Nic.Fr. 33. (-χέϝαιρα from χέω, not as expld. by Apollon.Lex. etc. from χαίρω.) [ῑ as in ἰός: yet ῐ in Pi.l.c.]

German (Pape)

[Seite 1257] ἡ, 1) Beiwort der Artemis, Iliad. 5, 53, die pfeilfrohe, besser wohl die Pfeile ausgießende, Pfeile schießende, vgl. Iliad. 15, 590 ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ βέλεα στονόεντα χέοντο; ohne den Namen Artemis Iliad. 21, 480 Odyss. 11, 198, vgl. vs. 172; – Pind. P. 2, 9 [wo ι kurz ist]; φαρέτρα Mnasale. 6 (VI, 9). – 2) Beiw. der Schlange, die giftfrohe, besser wohl die Gift ausgießende, Nic. bei Ath. III, 99 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοχέαιρα: ἡ, ἡ χέουσα, ἐκτοξεύουσα βέλη, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Ε. 53, κλ.· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., Ἰοχέαιρα = Ἄρτεμις, Ἰλ. Φ. 480, Ὀδ. Λ. 198· - βραδύτερον, ἰοχ. φαρέτρα Ἀνθ. Π. 6. 9. ΙΙ. (ἰός ΙΙ. 2) ἡ χύνουσα ἰόν, δηλητήριον, «Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος ἰοχέαιραν τὴν ἀσπίδα τὸ ζῷον (εἶπε)» Ἀθήν. 99Β. (Τὸ δεύτερον μέρος τῆς λέξεως εἶναι: -χέϝαιρα, ἀναμφιβόλως ἐκ τῆς √ΧΕϜ ἤ ΧΕΥ, χέω, οὐχί, ὡς κοινῶς νομίζεται, ἐκ χαίρω). ῑ ὡς ἐν τῷ ἰός· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Πινδ. Π. 2. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοχέαιρα· τοξοφόρος. ἤ ἰοὺς χέουσα. ἢ ἰσχυρά. ἢ βέλεσι χαίρουσα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
adj. f.
qui lance des traits (Artémis) ; ἡ Ἰοχέαιρα IL la déesse qui lance des traits (Artémis).
Étymologie: ἰός, χέω.

English (Slater)

ῐοχέαιρα
   1 archeress, epith. of Artemis. ἰοχέαιρα παρθένος (P. 2.9)

Spanish

disparadora de flechas

Greek Monolingual

(I)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
1. (επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.)
2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα
η Άρτεμις
3. αργότ. και επίθ. της φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙ) + -χέαιρα. Το β' συνθετικό < χέω κατ' αναλογία προς τα γέρ-αιρα, χίμ-αιρα ή από αμάρτυρο ρηματικό παρ. χεFαρ. Κατ' άλλη άποψη -χέαιρα < χείρ, οπότε η δομή του συνθ. είναι ανάλογη του αρχ. ινδ. isu-hasta- «που κρατάει βέλος στο χέρι του». Η άποψη αυτή ωστόσο δεν ερμηνεύει το ἰοχέαιρα (ΙΙ)·].———————— (II)
ἰοχέαιρα, ἡ (Α)
(ως επίθ. του φιδιού ασπίς) αυτή που εκχύνει δηλητήριο («ἰοχέαιραν τἠν ἀσπίδα τὸ ζῷον», Νίκ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙΙΙ) + -χέαιρα. Βλ. ιοχέαιρα (Ι)].