ακουμπώ: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
(-άω) και ακουμπίζω
1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι
2. ξαπλώνω
3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ
4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον
5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου
6. αγγίζω, ψαύω
7. (για χρήματα) α) καταθέτω χρήματα για φύλαξη
β) ειρων. ξοδεύω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι». Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από το ρ. ακουμπίζω με επίδραση του αορ. -ισα.
ΠΑΡ. ακούμπημα, ακούμπι(ο), ακουμπητός].