ἀλέα: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀλέη]]<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[escapatoria]], [[salvación]], [[remedio]], [[ἐγγύθι]] μοι θάνατος ... οὐδ' [[ἀλέη]] <i>Il</i>.22.301.<br /><b class="num">2</b> [[protección]], [[abrigo]] c. gen. ὑετοῦ Hes.<i>Op</i>.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ [[ἀλέα]] Porph.<i>Abst</i>.1.21.<br /><b class="num">3</b> arq., prob. [[galería]], [[pasaje]] a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν <i>ICallatis</i> 35.39 (III a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀλέομαι]].<br />-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀλέη]] <i>Od</i>.17.23, Hp.<i>VM</i> 16; contr. [[ἀλῆ]] Babr.18.11<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[calor]], <i>Od</i>.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.<i>Erx</i>.401d, [[ἀλέα]] ἰσχύουσα σήπει Arist.<i>HA</i> 570<sup>a</sup>23, cf. <i>PA</i> 652<sup>a</sup>8, Ael.<i>NA</i> 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano</i> Arist.<i>Pr</i>.939<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor</i> Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.<i>Aër</i>.8, cf. 19, Aret.<i>CA</i> 1.1.1, ἐν [[ἀλέᾳ]] κατακείμενος Ar.<i>Ec</i>.541<br /><b class="num">•</b>[[calor corporal]] ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.<i>CA</i> 1.4.2, cf. Plu.2.131d<br /><b class="num">•</b>fig. [[vestido]] Ar.<i>Fr</i>.591.68.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[paños calientes]], [[fomentos]] Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Suele compararse a lituan. <i>svìlti</i> ‘quemar’ y c. otro vocalismo [[εἵλη]], aaa. <i>schwelen</i>, as. <i>swelan</i> ‘quemar lentamente’.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀλέη]]<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[escapatoria]], [[salvación]], [[remedio]], [[ἐγγύθι]] μοι θάνατος ... οὐδ' [[ἀλέη]] <i>Il</i>.22.301.<br /><b class="num">2</b> [[protección]], [[abrigo]] c. gen. ὑετοῦ Hes.<i>Op</i>.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ [[ἀλέα]] Porph.<i>Abst</i>.1.21.<br /><b class="num">3</b> arq., prob. [[galería]], [[pasaje]] a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν <i>ICallatis</i> 35.39 (III a.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀλέομαι]].<br />-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀλέη]] <i>Od</i>.17.23, Hp.<i>VM</i> 16; contr. [[ἀλῆ]] Babr.18.11<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[calor]], <i>Od</i>.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.<i>Erx</i>.401d, [[ἀλέα]] ἰσχύουσα σήπει Arist.<i>HA</i> 570<sup>a</sup>23, cf. <i>PA</i> 652<sup>a</sup>8, Ael.<i>NA</i> 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano</i> Arist.<i>Pr</i>.939<sup>b</sup>9<br /><b class="num">•</b>en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor</i> Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.<i>Aër</i>.8, cf. 19, Aret.<i>CA</i> 1.1.1, ἐν [[ἀλέᾳ]] κατακείμενος Ar.<i>Ec</i>.541<br /><b class="num">•</b>[[calor corporal]] ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.<i>CA</i> 1.4.2, cf. Plu.2.131d<br /><b class="num">•</b>fig. [[vestido]] Ar.<i>Fr</i>.591.68.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[paños calientes]], [[fomentos]] Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Suele compararse a lituan. <i>svìlti</i> ‘quemar’ y c. otro vocalismo [[εἵλη]], aaa. <i>schwelen</i>, as. <i>swelan</i> ‘quemar lentamente’.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[διαφυγή]], [[διέξοδος]], [[απόδραση]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχικό τ. <i>ἀλεF</i>-<i>ᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του ρημ. [[ἀλέομαι]])<br />πιθ. αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[φυγή]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀλέα]], η (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[φωτιά]] ή τον ήλιο) [[ζέστη]], [[θερμότητα]]<br /><b>2.</b> θερμό [[μέρος]]<br />(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)<br /><b>3.</b> [[αιτία]], [[πηγή]] θερμότητας<br /><b>4.</b> [[θερμότητα]] ζωική ή σωματική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀλέα]], λόγω της καταλήξεώς της (-<i>έα</i>), [[πρέπει]] να προέρχεται από ρηματική [[ρίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. [[γενεά]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]], [[δωρεά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δωρῶ</i>. [[ἰδέα]] <span style="color: red;"><</span> [[ἰδεῖν]]). Τέτοια [[ρίζα]] δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, [[αλλά]] απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται [[συνήθως]] με το αγγλοσαξον. <i>swelan</i>, νεώτερο γερμαν. <i>schwelen</i> «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. <i>svilti</i> «[[καψαλίζω]], -ομαι». Η ετυμολογική αυτή [[σύνδεση]] ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή [[άποψη]] ότι η λ. [[ἀλέα]] αρχικά δασυνόταν ([[επομένως]] ο τ. [[ἀλέα]], προέκυψε με ιωνική [[ψίλωση]]), [[καθώς]] και από το [[γεγονός]] ότι δεν μαρτυρείται [[παρουσία]] αρχικού <i>F</i> στα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεάζω]], [[ἀλεαίνω]], [[ἀλεεινός]], [[ἀλεής]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />[[δενδροστοιχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>allee</i> «[[διάδρομος]] κήπου»].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέα Medium diacritics: ἀλέα Low diacritics: αλέα Capitals: ΑΛΕΑ
Transliteration A: aléa Transliteration B: alea Transliteration C: alea Beta Code: a)le/a

English (LSJ)

(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι)

   A avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα (B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Ggstz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη

• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).

• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11

• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.

• Etimología: Suele compararse a lituan. svìlti ‘quemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelan ‘quemar lentamente’.

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.———————— (II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.———————— (III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].