ἀόριστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[en que no se han trazado fronteras o límites]] γῆ Th.1.139<br /><b class="num">•</b>[[indefinido]] μὴ ... ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται Pl.<i>Lg</i>.643d, τὸ ἀ. πρὶν ὁρισθῆναι Arist.<i>Metaph</i>.989<sup>b</sup>18, [[δύναμις]] Arist.<i>Metaph</i>.1087<sup>a</sup>17<br /><b class="num">•</b>[[no precisado o previsto]] οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀόριστον D.4.36, ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενα Epicur.<i>Fr</i>.[34] 20.5, φύσις Simp.<i>in Ph</i>.154.20 (= Anaximandr.A 9a), μήτι γὰρ καὶ διὰ τοῦτο δύναται [[ἀόριστος]] ἡ δυὰς κεκλῆσθαι <i>Theol.Arith</i>.7, 11<br /><b class="num">•</b>[[que no ha llegado a su término]] del movimiento, Pythag.B 32<br /><b class="num">•</b>de ahí [[infinito]] del poder de Dios θεότητος ἀρχὴν ... ἀχώριστον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.35.1160C.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[indefinido]] ἀξιώματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.5, gram. del subst. ὄνομα y del verb. ῥῆμα Arist.<i>Int</i>.16<sup>a</sup>32, 16<sup>b</sup>14, cf. <i>PHeid.Siegmann</i> 198.1.9 (II/III d.C.), de los pronombres, A.D.<i>Pron</i>.7.1, del tiempo verbal ὁ ἀ. (χρόνος) el aoristo</i> (que designa una acción sin consideración de su duración), D.T.638.24, A.D.<i>Synt</i>.276.5, Macr.<i>Exc</i>.615.8, <i>PMasp</i>.350a.3, πρόληψις Phld.<i>Rh</i>.2.189.<br /><b class="num">3</b> [[que es por tiempo ilimitado]] de algunas magistraturas, Arist.<i>Pol</i>.1275<sup>a</sup>26, del uso de los bienes, Luc.<i>Nigr</i>.26.<br /><b class="num">4</b> [[vago]], [[ambiguo]] ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν Aeschin.3.99.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[no susceptible de ser limitado o contenido]] ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι Epicur.<i>Fr</i>.[198], [216], cf. D.C.40.38<br /><b class="num">•</b>en política [[absoluto]] (τῶν μοναρχίων) ἡ δ' [[ἀόριστος]] τυραννίς Arist.<i>Rh</i>.1366<sup>a</sup>2.<br /><b class="num">2</b> [[indefinible]] subst. ἐπιστήμη ... τῶν ... ἀορίστων οὐκ ἔστι Arist.<i>APr</i>.32<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">3</b> [[indeterminable]], [[imposible de ser sometido a cálculo]] ἀόριστον (τὸ ἀπὸ τύχης γινόμενον) Arist.<i>APr</i>.32<sup>b</sup>10, ζωῆς [[ἀόριστος]] ... τελευτή <i>AP</i> 9.499.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de forma indeterminada]], [[confusamente]] ἀ. ἔχει ἡ [[διάνοια]] Arist.<i>Cael</i>.280<sup>b</sup>3, cf. Pl.<i>Lg</i>.916e, Arist.<i>Cat</i>.8<sup>b</sup>9. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[en que no se han trazado fronteras o límites]] γῆ Th.1.139<br /><b class="num">•</b>[[indefinido]] μὴ ... ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται Pl.<i>Lg</i>.643d, τὸ ἀ. πρὶν ὁρισθῆναι Arist.<i>Metaph</i>.989<sup>b</sup>18, [[δύναμις]] Arist.<i>Metaph</i>.1087<sup>a</sup>17<br /><b class="num">•</b>[[no precisado o previsto]] οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀόριστον D.4.36, ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενα Epicur.<i>Fr</i>.[34] 20.5, φύσις Simp.<i>in Ph</i>.154.20 (= Anaximandr.A 9a), μήτι γὰρ καὶ διὰ τοῦτο δύναται [[ἀόριστος]] ἡ δυὰς κεκλῆσθαι <i>Theol.Arith</i>.7, 11<br /><b class="num">•</b>[[que no ha llegado a su término]] del movimiento, Pythag.B 32<br /><b class="num">•</b>de ahí [[infinito]] del poder de Dios θεότητος ἀρχὴν ... ἀχώριστον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.35.1160C.<br /><b class="num">2</b> lóg. [[indefinido]] ἀξιώματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.5, gram. del subst. ὄνομα y del verb. ῥῆμα Arist.<i>Int</i>.16<sup>a</sup>32, 16<sup>b</sup>14, cf. <i>PHeid.Siegmann</i> 198.1.9 (II/III d.C.), de los pronombres, A.D.<i>Pron</i>.7.1, del tiempo verbal ὁ ἀ. (χρόνος) el aoristo</i> (que designa una acción sin consideración de su duración), D.T.638.24, A.D.<i>Synt</i>.276.5, Macr.<i>Exc</i>.615.8, <i>PMasp</i>.350a.3, πρόληψις Phld.<i>Rh</i>.2.189.<br /><b class="num">3</b> [[que es por tiempo ilimitado]] de algunas magistraturas, Arist.<i>Pol</i>.1275<sup>a</sup>26, del uso de los bienes, Luc.<i>Nigr</i>.26.<br /><b class="num">4</b> [[vago]], [[ambiguo]] ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν Aeschin.3.99.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[no susceptible de ser limitado o contenido]] ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι Epicur.<i>Fr</i>.[198], [216], cf. D.C.40.38<br /><b class="num">•</b>en política [[absoluto]] (τῶν μοναρχίων) ἡ δ' [[ἀόριστος]] τυραννίς Arist.<i>Rh</i>.1366<sup>a</sup>2.<br /><b class="num">2</b> [[indefinible]] subst. ἐπιστήμη ... τῶν ... ἀορίστων οὐκ ἔστι Arist.<i>APr</i>.32<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">3</b> [[indeterminable]], [[imposible de ser sometido a cálculo]] ἀόριστον (τὸ ἀπὸ τύχης γινόμενον) Arist.<i>APr</i>.32<sup>b</sup>10, ζωῆς [[ἀόριστος]] ... τελευτή <i>AP</i> 9.499.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de forma indeterminada]], [[confusamente]] ἀ. ἔχει ἡ [[διάνοια]] Arist.<i>Cael</i>.280<sup>b</sup>3, cf. Pl.<i>Lg</i>.916e, Arist.<i>Cat</i>.8<sup>b</sup>9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόριστος]], -ον)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]], [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επ' αόριστον» — για [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[τέλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] καθορισμένα όρια<br /><b>2.</b> [[απεριόριστος]], [[χωρίς]] όρια<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> [[αόριστος]] ([[ἄρχων]])<br />αυτός που κατέχει κάποιο [[αξίωμα]] [[χωρίς]] καθορισμένο [[χρονικό]] όριο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without boundaries, debatable, γῆ Th.1.139. 2 limitless, ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι, Epicur.Fr.202,203. II indeterminate, Pl.Lg.643d, Arist.Metaph. 1087a17, al.; οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀ. D.4.36; ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα ibid.; ἀ. ἀξιώματα indefinite propositions, Chrysipp.Stoic.2.5,al.; ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενον, opp. ὡρισμένον, Epicur. Nat.p.31 G.; ἀ. [ἄρχων] one who holds office without limit of time, Arist.Pol.1275a26; uncertain, ζωῆς τελευτή AP9.499: Comp. πρόληψις Phld.Rh.2.189S., cf. Plot.3.9.2. Adv. -τως Pl.Lg.916e, Arist. Cat.8b9,al. 2 ἀ. ὄνομα or ῥῆμα an indefinite term, as οὐκ-ἄνθρωπος Id.Int.16a32, 16b14; of pronouns, A.D.Pron.7.1, al. 3 ὁ ἀ. (sc. χρόνος) the aorist tense, D.T.638.24, A.D.Synt.276.5,al.
German (Pape)
[Seite 272] unbegränzt, unbestimmt, nach Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2 ὅ, τι ἐνδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον. Von einem Lande, γῆ Thuc. 1, 139; ἀόριστον ἐᾶν Plat. Legg. I, 643 d; ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐᾶν XI, 916 d, wie Dem. ἄτακτα, ἀόριστα, ἀδιόρθωτα πάντα vrbdt, 4, 36; ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ λέγειν Aesch. 3, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόριστος: -ον, ὁ ἄνευ ὅρίων, γῆ Θουκ. 1. 139. ΙΙ. ὁ μὴ ὡρισμένος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀόριστος, ἄδηλος. Πλάτ. Νόμ. 916D, συχνάκις παρ’ Ἀριστ. συνάπτεται ταῖς λέξ. ἀνεξέταστος, ἄτακτος, ἀδιόρθωτος, Δημ. 50. 16, 18· ἀόρ. ἄρχων, ὁ ἔχων τὸ ἀξίωμα ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6: ἀβέβαιος, ζωῆς τελευτὴ Ἀνθ. Π. 9. 499: ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. 2) ἀόρ. ὄνομα, τὸ μὴ ὡρισμένον, οἷον οὐκ ἄνθρωπος, τὸ γὰρ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνομα μὲν οὐ λέγω, ἀλλ’ ἀόριστον ὄνομα ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 10.1. 3) ὁ ἀόρ. (ἐνν. χρόνος) Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non limité;
2 indéfini, indéterminé ; t. de gramm. ὁ ἀόριστος (χρόνος) l’aoriste.
Étymologie: ἀ, ὁρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1en que no se han trazado fronteras o límites γῆ Th.1.139
•indefinido μὴ ... ὃ λέγομεν εἶναι παιδείαν ἀόριστον γένηται Pl.Lg.643d, τὸ ἀ. πρὶν ὁρισθῆναι Arist.Metaph.989b18, δύναμις Arist.Metaph.1087a17
•no precisado o previsto οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ' ἀόριστον D.4.36, ἀ. καὶ κρίσεως προσδεόμενα Epicur.Fr.[34] 20.5, φύσις Simp.in Ph.154.20 (= Anaximandr.A 9a), μήτι γὰρ καὶ διὰ τοῦτο δύναται ἀόριστος ἡ δυὰς κεκλῆσθαι Theol.Arith.7, 11
•que no ha llegado a su término del movimiento, Pythag.B 32
•de ahí infinito del poder de Dios θεότητος ἀρχὴν ... ἀχώριστον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.35.1160C.
2 lóg. indefinido ἀξιώματα Chrysipp.Stoic.2.5, gram. del subst. ὄνομα y del verb. ῥῆμα Arist.Int.16a32, 16b14, cf. PHeid.Siegmann 198.1.9 (II/III d.C.), de los pronombres, A.D.Pron.7.1, del tiempo verbal ὁ ἀ. (χρόνος) el aoristo (que designa una acción sin consideración de su duración), D.T.638.24, A.D.Synt.276.5, Macr.Exc.615.8, PMasp.350a.3, πρόληψις Phld.Rh.2.189.
3 que es por tiempo ilimitado de algunas magistraturas, Arist.Pol.1275a26, del uso de los bienes, Luc.Nigr.26.
4 vago, ambiguo ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν Aeschin.3.99.
II 1no susceptible de ser limitado o contenido ὀρέξεις, φόβοι, ἐπιθυμίαι Epicur.Fr.[198], [216], cf. D.C.40.38
•en política absoluto (τῶν μοναρχίων) ἡ δ' ἀόριστος τυραννίς Arist.Rh.1366a2.
2 indefinible subst. ἐπιστήμη ... τῶν ... ἀορίστων οὐκ ἔστι Arist.APr.32b19.
3 indeterminable, imposible de ser sometido a cálculo ἀόριστον (τὸ ἀπὸ τύχης γινόμενον) Arist.APr.32b10, ζωῆς ἀόριστος ... τελευτή AP 9.499.
III adv. -ως de forma indeterminada, confusamente ἀ. ἔχει ἡ διάνοια Arist.Cael.280b3, cf. Pl.Lg.916e, Arist.Cat.8b9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀόριστος, -ον)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, αβέβαιος
νεοελλ.
φρ. «επ' αόριστον» — για χρονικό διάστημα χωρίς καθορισμένο τέλος
αρχ.
1. ο χωρίς καθορισμένα όρια
2. απεριόριστος, χωρίς όρια
3. φρ. αόριστος (ἄρχων)
αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα χωρίς καθορισμένο χρονικό όριο.