ἀχθηδών: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όνος, ἡ<br />[[peso]], [[carga]] τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.<i>Pr</i>.26, cf. Pl.<i>Cra</i>.419c, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[molestia]], [[fastidio]] op. ἡδονή Pl.<i>Lg</i>.734a, Th.2.37, Hp.<i>Liqu</i>.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar</i> Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto</i> Luc.<i>Tox</i>.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.<i>de Ex</i>.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4<br /><b class="num">•</b>en un sent. físico [[desagrado]], [[repulsión]] τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.<i>CA</i> 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.<i>SD</i> 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.<i>CA</i> 2.4.2. | |dgtxt=-όνος, ἡ<br />[[peso]], [[carga]] τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.<i>Pr</i>.26, cf. Pl.<i>Cra</i>.419c, Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig. [[molestia]], [[fastidio]] op. ἡδονή Pl.<i>Lg</i>.734a, Th.2.37, Hp.<i>Liqu</i>.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar</i> Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto</i> Luc.<i>Tox</i>.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.<i>de Ex</i>.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4<br /><b class="num">•</b>en un sent. físico [[desagrado]], [[repulsión]] τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.<i>CA</i> 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.<i>SD</i> 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.<i>CA</i> 2.4.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀχθηδών]] (-ονος), η (Α)<br /><b>1.</b> [[βάρος]], [[φορτίο]]<br /><b>2.</b> [[θλίψη]], [[ενόχληση]], [[ταλαιπωρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άχθος]] ή <span style="color: red;"><</span> [[άχθομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δων</i>-, [[επίθημα]] με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν [[ασθένεια]], [[άλγος]], [[οδύνη]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ακεχηδών</i><br />«[[λύπη]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[αλγηδών]], [[μελεδών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A weight, burden, ἀ. κακοῦ A.Pr.26. 2 metaph., vexation, annoyance, Th.2.37, Pl.Lg.734a; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα for the sake of teasing, Th.4.40; μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσης Luc.Tox.9.
German (Pape)
[Seite 418] όνος, ἡ, eigtl. Last, Bürde, Aesch. Prom. 26; übertr., Schmerz, s. Plat. Crat. 419 c (ἀπεικασμένον τῷ τῆς φορᾶς βάρει); auch im plur., Thuc. 2, 37; ἐρέσθαι τινὰ δι' ἀχθηδόνα, um ihn zu ärgern, 4, 40; πρὸς ἀχθηδόνα ἀκούειν, mit Widerwillen, Luc. Tox. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθηδών: -όνος, ἡ, βάρος, φορτίον, ἀχθ. κακοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 26. 2) μεταφ., λύπη, ταλαιπωρία, ἀθλιότης, ἀνία, δυσθυμία, Θουκ. 2. 37, Πλάτ. Νόμ. 734Α· ἐρέσθαι τινὰ δι’ ἀχθηδόνα, χάριν ἐνοχλήσεως, διὰ «πείραγμα», Θουκ. 4. 40· πρὸς ἀχθηδόνα μου, μετ’ ὀργῆς ἐναντίον μου, Λουκ. Τόξ. 9. (Ἐκ τοῦ ἄχθος, ὡς τὸ ἀλγηδών ἐκ τοῦ ἄλγος, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 419C.)
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
1 poids accablant;
2 souci, chagrin : δι’ ἀχθηδόνα THC pour tourmenter (qqn).
Étymologie: ἄχθος.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
peso, carga τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ A.Pr.26, cf. Pl.Cra.419c, Hsch.
•fig. molestia, fastidio op. ἡδονή Pl.Lg.734a, Th.2.37, Hp.Liqu.1, Aristid.Quint.57.33, δι' ἀχθηδόνα por molestar Th.4.40, μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου ἀκούσῃς no me atiendas a disgusto Luc.Tox.9, ἀνοήτους ἀχθηδόνας τῇ ψυχῇ ἐπιφέρειν Fauorin.de Ex.10.48, c. gen. obj. δι' ἀχθηδόνα τῆς τοῦ Καίσαρος δυναστείας D.C.42.13.4
•en un sent. físico desagrado, repulsión τὰ κάκοσμα ... ὑπὸ ἀχθηδόνος φεύγει Aret.CA 2.10.1, ἀχθηδὼν ἐς πάντα Aret.SD 2.6.3, cf. 2.13.18, c. gen. obj. ἀχθηδόνι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Aret.CA 2.4.2.
Greek Monolingual
ἀχθηδών (-ονος), η (Α)
1. βάρος, φορτίο
2. θλίψη, ενόχληση, ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος ή < άχθομαι + -δων-, επίθημα με το οποίο σχηματίζονται ονόματα που δήλωναν ασθένεια, άλγος, οδύνη
πρβλ. ακεχηδών
«λύπη» (Ησύχ.), αλγηδών, μελεδών.