γόης: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(T22)
(8)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=γοητος, ὁ ([[γοάω]] to [[bewail]], [[howl]]);<br /><b class="num">1.</b> a wailer, howler: [[Aeschylus]] choëph. 823 (Hermann, et al. [[γοητής]]).<br /><b class="num">2.</b> a [[juggler]], [[enchanter]] ([[because]] incantations used to be uttered in a [[kind]] of [[howl]]).<br /><b class="num">3.</b> a [[deceiver]], impostor: [[Herodotus]], [[Euripides]], [[Plato]], and [[subsequent]] writers).
|txtha=γοητος, ὁ ([[γοάω]] to [[bewail]], [[howl]]);<br /><b class="num">1.</b> a wailer, howler: [[Aeschylus]] choëph. 823 (Hermann, et al. [[γοητής]]).<br /><b class="num">2.</b> a [[juggler]], [[enchanter]] ([[because]] incantations used to be uttered in a [[kind]] of [[howl]]).<br /><b class="num">3.</b> a [[deceiver]], impostor: [[Herodotus]], [[Euripides]], [[Plato]], and [[subsequent]] writers).
}}
{{grml
|mltxt=και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM [[γόης]], ο) [[γοώ]]<br />[[μάγος]], [[θαυματοποιός]] («[[γόης]] φιδιών», «[[μάγος]] και [[γόης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σαγηνεύει με την [[ομορφιά]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[απατεώνας]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόης Medium diacritics: γόης Low diacritics: γόης Capitals: ΓΟΗΣ
Transliteration A: góēs Transliteration B: goēs Transliteration C: gois Beta Code: go/hs

English (LSJ)

ητος, ὁ,

   A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Hipp.1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191.    2 juggler, cheat, δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν . . ὀνομάζων D.18.276; ἄπιστος γ. πονηρός Id.19.109; μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137: Comp. γοητότερος Ach.Tat.6.7 (s. v. l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)

German (Pape)

[Seite 500] ητος, ὁ (γοάω), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ ἐπῳδός Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ μάγος: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, ἀπατεών; nach Möris attisch für das hellenistische κόλαξ; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ φαρμακεύς (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ σοφιστής; vgl. Soph. 235 a; καὶ μιαρός Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c

Greek (Liddell-Scott)

γόης: -ητος, ὁ, (γοάω) κυρίως, ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. γοητής), καὶ ἑπομένως (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, πλάνος, ἐπῳδός, Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) θαυματοποιός, ψεύστης, ἀπατεών, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεύς καὶ σοφιστής Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· ἄπιστος, γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
1 sorcier, magicien;
2 charlatan, imposteur.
Étymologie: γοάω.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ

• Morfología: [fem. Ael.NA 15.11; adj. compar. γοητότερος Ach.Tat.6.7.4]
I 1brujo, hechicero, mago γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Phoronis 2, Hdt.2.33, 4.105, E.Hipp.1038, Xenomedes 1, Pl.R.380d, Posidon.279, M.Ant.1.6, Luc.Pisc.25, Ael.NA 3.17, Plot.4.4.40, Hsch.
hechicera γ. καὶ φαρμακίς Ael.l.c.
2 charlatán, impostor δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d, cf. D.18.276, μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137, Γοήτων φώρα Los charlatanes desenmascarados tít. de una obra de Oenom. contra los oráculos, Eus.PE 5.18.6, cf. Erot.Fr.Pap.(?) en Hermes 55.1920.191, κόλαξ καὶ γ. D.Chr.77/78.33, cf. Aristid.Or.28.11, I.Ap.2.145, Origenes Cels.2.49, Hsch.
3 dud. persona que se lamenta o quizá que lanza gritos prob. rituales γοήτων νόμον μεθήσομεν A.Ch.822.
II adj.
1 de pers. charlatán, impostor, embaucador ἄπιστος, γ., πονηρός D.19.109, γ. ἀνήρ I.BI 4.85, AI 20.97, πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες 2Ep.Ti.3.13, Ἄραβές εἰσιν ... ψεῦσταί τε καὶ γόητες Babr.57.13, cf. Plu.2.63a, Numen.27.33.
2 mágico, encantador τὸ (δάκρυον) δὲ τῶν γυναικῶν ... ὅσῳ θαλερώτερον, τοσούτῳ καὶ γοητότερον Ach.Tat.l.c.

English (Strong)

from goao (to wail); properly, a wizard (as muttering spells), i.e. (by implication) an imposter: seducer.

English (Thayer)

γοητος, ὁ (γοάω to bewail, howl);
1. a wailer, howler: Aeschylus choëph. 823 (Hermann, et al. γοητής).
2. a juggler, enchanter (because incantations used to be uttered in a kind of howl).
3. a deceiver, impostor: Herodotus, Euripides, Plato, and subsequent writers).

Greek Monolingual

και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) γοώ
μάγος, θαυματοποιόςγόης φιδιών», «μάγος και γόης»)
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του
αρχ.
απατεώνας.