γόμφος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(Autenrieth)
(8)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[wooden]] [[nail]], [[peg]], pl., Od. 5.248†.
|auten=[[wooden]] [[nail]], [[peg]], pl., Od. 5.248†.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γόμφος]])<br /><b>1.</b> ξύλινο ή μετάλλινο [[καρφί]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου, [[σφήνα]] που χρησιμοποιείται για τη [[στερέωση]] κινητών [[μερών]] μιας διάταξης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρφί]] που χρησιμεύει στη [[σύνδεση]] διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφήνα]], [[πάσσαλος]] για [[σύνδεση]] σανιδωμάτων πλοίου<br /><b>2.</b> [[κλείδωση]], [[άρθρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γόμφος]] ανάγεται σε <i>ĝombh</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του <i>ĝembh</i>- «[[δαγκώνω]], [[σπάζω]] με τα δόντια» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>jamba</i>- «[[δόντι]]», αρχ. σλαβ. <i>zobŭ</i> «[[δόντι]]», λιθ. <i>žambas</i> «εξέχουσα [[γωνία]]», λετ. <i>zuobs</i> «[[δόντι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>Kamb</i> «[[χτένι]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόμφος Medium diacritics: γόμφος Low diacritics: γόμφος Capitals: ΓΟΜΦΟΣ
Transliteration A: gómphos Transliteration B: gomphos Transliteration C: gomfos Beta Code: go/mfos

English (LSJ)

ὁ,

   A bolt, for ship-building, Od.5.248; for other uses, Hes. Op.431, A.Th.542; dowel, SIG246ii40 (Delph., iv B. C.); γόμφοις καὶ περόνῃσιν ἀρηρότε Parm.1.20; γόμφῳ ἢ κόλλῃ ἢ ἁφῇ Arist.Ph.227a17, cf. Metaph.1052a24: generally, bond, fastening, as of the cross-ribs of Egyptian canoes, Hdt.2.96; of the ankle-joint, Arist.PA654b21; of the in visible bonds uniting the partieles of the body, Pl.Ti.43a: metaph., γ. κατάστοργοι, of love, Emp.87; τῶνδ' ἐφήλωται . . γόμφος διαμπάξ these things are determined, A.Supp.945:—acc. to EM238.4, γ. were prop. of wood; but cf. γ. χαλκοί IG9 (1).691 (Corc.), γ. σιδηροῖ Plb.13.7.9.    2 instrument for cautery, Hippiatr.97.    3 = γόμφιος, Hsch.    II sea-fish, = γομφάριον, Gloss. (Cf.Skt. jámbhas 'tooth', Lith. ža[mtilde]bas 'edge of a beam', etc.)

German (Pape)

[Seite 501] ὁ, VLL. σφήν, Schol. Ar. Equ. 461 σφῆνες οἱ συνείροντες τὰς σανίδας, ein keilförmiger, starker Nagel, bes. zum Zusammenfügen des Schiffsgebälks, Od. 5, 248, ἅπαξ εἰρημέν.; Ap. Rh. 2, 613; vgl. Antiphil. 27 (IX, 306) γόμφος δ' οὐκέτι χαλκὸς ἐν ὁλκάσιν οὐδὲ σίδηρος, ἀλλὰ λίνῳ τοίχων ἁρμονίη δέδεται, woraus, wie aus σιδηροῖ γ. Pol. 13, 7, 9 hervorgeht, daß sie nicht ausschließlich von Holz waren (vgl. ἧλος). Nagel am Pflug, Hes. O. 429; vgl. Agath. 30 (VI, 41); u. sonst Nagel, Aesch. Spt. 524; Plat. Tim. 43 a; Arist. Metaph. 9, 1 stellt κόλλῃ ἢ γόμφῳ ἢ συνδέσμῳ zusammen; Luc. Gall. 24 μοχλοί, γόμφοι, ἧλοι. – Bei Her. 2, 96 scheinen es Holzlatten zu sein, welche die Schiffsbretter zusammenhalten; Arist. de part. anim. 2, 9 braucht es von der Vergliederung zweier Knochen durch ein Sprungbein.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφος: ὁ, ἧλος ἐκ μετάλλου ἢ ξύλου, σφήν, ἐν τῆ κατασκευῇ πλοίου, Ὀδ. Ε΄, 248· καὶ δι’ ἄλλας χρήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 429, Αἰσχύλ. Θήβ. 542·― καθόλου, πᾶν εἶδος συνδέσμου ἢ ἀσφαλίσεως, ὡς ἐν Ἡροδ. 2. 96, γόμφοι, εἶναι τὰ τὰς πλευρὰς τῶν Αἰγυπτιακῶν λέμβων συνδέοντα ξύλα ἢ σανίδια· ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 9, 5, ἐπὶ τοῦ συνδέσμου τοῦ γόνατος, πρβλ. 4. 10, 60, Φυσ. 5. 3, 7·― μεταφ., τῶνδ’ ἐφήλωται… γόμφος, ἴδε ἐφηλόω.― Οἱ Γραμματικοὶ διακρίνουσι τὸ γόμφος ἀπὸ τοῦ ἧλος, ὡς ἂν τὸ πρῶτον ἦτο ἐκ ξύλου, τὸ δὲ δεύτερον ἐκ μετάλλου· ἀλλὰ γόμφοι χαλκοῖ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838. 11· γ. σιδηροῖ ἐν Πολυβ. 13. 7, 9· φαίνεται δὲ μᾶλλον ὅτι ἡ διαφορὰ ἦτο εἰς τὸ μέγεθος, καθόσονγόμφος ἦτο μεγαλείτερος, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 463, καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) γραφικὸς στῦλος, γραφίς, Νόν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ΄, 101. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴδε γομφάριον. (Ἴσως ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία ἦτο ἡ τοῦ ὀδόντος, πρβλ. γομφίος, γάμφαι, γαμφηλή· Σανσκρ. ǵambhas (dens), ǵabh, gabh é, (capto)· Λιθ. gémbé (uncus).)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 cheville (de fer ou de bois) pour lier ensemble les pièces d’un navire;
2 latte ou traverse de bois pour soutenir les planches d’un navire.
Étymologie: DELG skr. jámbha « dent », d’où idée de « pointe, cheville ».

English (Autenrieth)

wooden nail, peg, pl., Od. 5.248†.

Greek Monolingual

ο (AM γόμφος)
1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί
2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης
νεοελλ.
καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο
αρχ.
σφήνα, πάσσαλος για σύνδεση σανιδωμάτων πλοίου
2. κλείδωση, άρθρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γόμφος ανάγεται σε ĝombh-, ετεροιωμένη βαθμίδα του ĝembh- «δαγκώνω, σπάζω με τα δόντια» (πρβλ. αρχ. ινδ. jamba- «δόντι», αρχ. σλαβ. zobŭ «δόντι», λιθ. žambas «εξέχουσα γωνία», λετ. zuobs «δόντι», αρχ. άνω γερμ. Kamb «χτένι»)].