εὔξεστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]].
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔξεστος]], -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά<br /><b>2.</b> ο [[στιλπνός]] («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔξεστον</i><br />η επιμελημένη [[επεξεργασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να τον ξύσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύξυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔξεστος Medium diacritics: εὔξεστος Low diacritics: εύξεστος Capitals: ΕΥΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: eúxestos Transliteration B: euxestos Transliteration C: eyksestos Beta Code: eu)/cestos

English (LSJ)

Ep. ἐΰξεστος, η, ον, but ος, ον Od. 15.333: (ξέω):—

   A well-planed, well-polished, of carpenters' work, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη, Il.24.271, 275, 280; χηλός Od.13.10; ἄκοντες 14.225; τράπεζαι 15.333; τὸ εὔξεστον Luc.Hist.Conscr.27.

German (Pape)

[Seite 1084] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von ἀπήνη, Il. 24, 275, ῥυμός, 271, φάτνη, 280, Od. oft, χηλός, 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον.

Greek (Liddell-Scott)

εὔξεστος: Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, ἀλλά, ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - καλῶς ἐξεσμένος, ὡς τὸ εὔξοος, ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
bien raclé, bien poli, p. ext. bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ξέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔξεστος, -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά
2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον
η επιμελημένη επεξεργασία
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να τον ξύσει κάποιος εύκολα, ο εύξυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξεστός (< ξέω)].