θοίνη: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> festin, banquet : [[ἐν]] θοίνῃ λέγειν τινά PLAT compter qqn pour son hôte, <i>ou en gén.</i> tenir compte de qqn ; joie, plaisir;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture, pâture.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> festin, banquet : [[ἐν]] θοίνῃ λέγειν τινά PLAT compter qqn pour son hôte, <i>ou en gén.</i> tenir compte de qqn ; joie, plaisir;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture, pâture.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θοίνη]], δωρ. τ. [[θοίνα]] και μτγν. θοῑνα ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[συμπόσιο]], [[ευωχία]], [[γεύμα]], [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διασκέδαση]], [[τέρψη]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]], [[φαγητό]] («θοίναν πτανοῑς» — [[τροφή]] για πτηνά, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διάβρωση]], [[φάγωμα]] («[[θοίνη]] τῶν σαρκῶν», Πορφ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ θοίνης» — [[μετά]] το [[γεύμα]]<br />β) «ἐν [[θοίνη]] λέγειν τινά»<br />i) [[θεωρώ]] κάποιον ως συνδαιτυμόνα<br />ii) [[υπολογίζω]] κάποιον, [[λογαριάζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο δωρ. τ. <i>θοίνᾱ</i> προέρχεται από <i>θωι</i>-<i>νά</i>, όπως αποδεικνύει ο αρχ. ενεστ. [[θῶσθαι]] = <i>δαίνυσθαι</i>, <i>εὐωχεῖσθαι</i> (<b>Αισχύλ.</b>). Επίσης απαντούν οι γλώσσες του Ησυχίου <i>θῶται</i> «εὐθηνεῖται, θοινᾶται», [[θωθῆναι]] «[[φαγεῖν]], γεύσασθαι», <i>θώσασθαι</i> «εὐωχηθῆναι». Όλες αυτές οι λέξεις [[είναι]] δωρικές, [[πράγμα]] που οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι η λ. [[θοίνη]] [[είναι]] δωρικής προελεύσεως και [[έτσι]] εξηγείται [[επίσης]] η [[παρουσία]] του <i>ā</i> σε [[πολλά]] παράγωγα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θοινάζω]], [[θοινώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θοιναρμόστρια]], [[θοινοδοτώ]]. (Β' συνθετικό) [[εύθοινος]], [[σύνθοινος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνη Medium diacritics: θοίνη Low diacritics: θοίνη Capitals: ΘΟΙΝΗ
Transliteration A: thoínē Transliteration B: thoinē Transliteration C: thoini Beta Code: qoi/nh

English (LSJ)

Dor. θοίνα (later θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,

   A meal, feast, Hes.Sc.114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr.530 (lyr.), B.Fr.18; τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995D50; θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; εἰς θ. καλεῖν τινα E.Ion 1140; ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr.247a; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht.178d, cf. Arist.Pol.1282a22; τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146 (Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg.649a: metaph., Id.Sph.251b, Phdr.236e, X.Cyr.4.2.39.    II food, πτανοῖς E.Ion 504, cf. Tim.Pers.150; θ. παντοδαπή Parth.12.2.    2 feeding upon, c. gen., τῶν σαρκῶν Porph.Abst.2.47. (Cf. θῶσθαι.)

German (Pape)

[Seite 1213] ἡ, auch θοῖνα (verwandt mit θάω, θήσασθαι, vgl. auch coena, bei Ath. II, 40 c ὅτι διὰ θεοὺς οἰνοῦσθαι δεῖν ὑπελάμβανον), der Schmaus, das Gastmahl; Hes. Sc. 114; αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών Aesch. frg. 264; ὁσίαις θοίναις βουφόνοις, vom Opferschmause, Prom. 528; πάντα Δελφῶν λαὸν εἰς θοίνην καλῶν Eur. Ion 1140; in Prosa, ὅταν πρὸς δαῖτα καὶ ἐπὶ θοίνην ἴωσιν Plat. Phaedr. 247 b; ἄκλητον ἐλθόντα ἐπὶ τὴν θοίνην Conv. 174 c; Epicharm. bei Ath. II, 36 d ἐκ μὲν θυσίας θοίνη, ἐκ δὲ θοίνης πόσις ἐγένετο; Sp. Auch = Speise für Menschen u. Thiere, βρέφος πτανοῖς ἐξώρισεν θοίναν Eur. Ion 514; τράπεζαν παντοδαπῆς θοίνης πλήσασα Parthen. 12. Uebertr., ὅθεν τοῖς νέοις θοίνην παρεσκευάκαμεν Plat. Soph. 251 b; Xen. Cyr. 4, 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

θοίνη: Δωρ. θοίνα (καὶ μεταγεν. θοῖνα, Μοῖρ.), ἡ, φαγητόν, δεῖπνον, εὐωχία, συμπόσιον, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 114, Ἡροδ. 1. 119., 9. 82, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281. 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 530· θοίνῃς μετὰ τὸ γεῦμα, Ἐπίχ. 99 Ahr. εἰς θ. καλεῖν τινα Εὐρ. Ἴωνι 1140· ἐπὶ θοίνην ἰέναι Πλάτ. Φαίδρ. 247Β· παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν Θ. Ἀρστ. Ἀποσπ. 508· σκευαζομένης Θ. Πλάτ. Θεαιτ. 178D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 14· ἐν θ. λέγειν τινά, θεωρῶ, ὑπολογίζω ὡς δαιτυμόνα, καὶ καθόλου, «λογαριάζω», «λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν», Πλάτ. Νόμ. 649Α· - μεταφ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 251Β, Φαίδρ. 236Ε· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 39. (ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ θύω, θυσία· πρβλ. φοίνα).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 festin, banquet : ἐν θοίνῃ λέγειν τινά PLAT compter qqn pour son hôte, ou en gén. tenir compte de qqn ; joie, plaisir;
2 p. ext. nourriture, pâture.
Étymologie: θύω.

Greek Monolingual

θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α)
1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο
2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη
3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» — τροφή για πτηνά, Ευρ.)
4. διάβρωση, φάγωμαθοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.)
5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» — μετά το γεύμα
β) «ἐν θοίνη λέγειν τινά»
i) θεωρώ κάποιον ως συνδαιτυμόνα
ii) υπολογίζω κάποιον, λογαριάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο δωρ. τ. θοίνᾱ προέρχεται από θωι-νά, όπως αποδεικνύει ο αρχ. ενεστ. θῶσθαι = δαίνυσθαι, εὐωχεῖσθαι (Αισχύλ.). Επίσης απαντούν οι γλώσσες του Ησυχίου θῶται «εὐθηνεῖται, θοινᾶται», θωθῆναι «φαγεῖν, γεύσασθαι», θώσασθαι «εὐωχηθῆναι». Όλες αυτές οι λέξεις είναι δωρικές, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λ. θοίνη είναι δωρικής προελεύσεως και έτσι εξηγείται επίσης η παρουσία του ā σε πολλά παράγωγα.
ΠΑΡ. αρχ. θοινάζω, θοινώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θοιναρμόστρια, θοινοδοτώ. (Β' συνθετικό) εύθοινος, σύνθοινος.