θοῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and [[θοῦρις]], ιδος ([[θρώσκω]]): [[impetuous]], [[rushing]].
|auten=and [[θοῦρις]], ιδος ([[θρώσκω]]): [[impetuous]], [[rushing]].
}}
{{grml
|mltxt=θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[σφοδρός]], [[πολεμικός]]<br /><b>2.</b> (στην Ιλ.) [[επίθετο]] του θεού Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θορ</i>-<i>Fος</i>, [[είτε]] απευθείας από τον αόρ. <i>θορ</i>-<i>είν</i> του [[θρώσκω]] [[είτε]] ως [[μεταπλασμός]] θ. σε -<i>υ</i>: <i>θόρ</i>-<i>υς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μανός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>F</i>-<i>ός</i>, [[στενός]] <span style="color: red;"><</span> <i>στεν</i>- <i>Fός</i> <b>κ.ά.</b>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το [[αθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]], [[τραγουδώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θουραίος]], [[θουράς]], [[θουρήεις]], [[θούρητρα]], <i>θουρίων</i>, [[θούρις]], [[θουρώ]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοῦρος Medium diacritics: θοῦρος Low diacritics: θούρος Capitals: ΘΟΥΡΟΣ
Transliteration A: thoûros Transliteration B: thouros Transliteration C: thoyros Beta Code: qou=ros

English (LSJ)

ον, (θρῴσκω)

   A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epith. of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); Τυφών A.Pr.356, cf. Fr.199; δόρυ E.Rh.492; ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14:—fem. θοῦρις, ῐδος, ἡ, epith. of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θ. ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32; αἰγίς 15.308.

German (Pape)

[Seite 1215] (θορεῖν), anstürmend, anspringend; Ἄρης, der im Kriege auf den Feind muthig eindringt, Il 15, 127 u. öfter; Eur. Suppl. 579; Τυφών Aesch. Prom. 354; δόρυ Eur. Rhes. 492; Ap. Rh. 1, 466.

Greek (Liddell-Scott)

θοῦρος: ὁ, (√ΘΟΡ, θρώσκω), ὁρμητικός, μαινόμενος, πολεμικός, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ.), ὡς ἐπίθετον τοῦ Ἄρεως, Ο. 127, κτλ.· Τυφὼν Αἰσχύλ. Πρ. 354, πρβλ. Ἀποσπ. 196· δόρυ Εὐρ. Ρήσ. 492· - θηλ. θοῦρις, ῐδος, ἡ, τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τοῦ ἀλκή, Ὀδ. Δ. 527, καὶ συχν. ἐν Ἰλ.· ὡσαύτως θοῦρις ἀσπίς, πιθν. ἡ ἀσπίς, μεθ’ ἧς ὁρμᾷ τις εἰς τὴν μάχην, Ἰλ. Λ. 32, Υ. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance, impétueux.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

English (Autenrieth)

and θοῦρις, ιδος (θρώσκω): impetuous, rushing.

Greek Monolingual

θοῡρος, -ον, θηλ. και θοῡρις (Α)
1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός
2. (στην Ιλ.) επίθετο του θεού Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορ-Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ-είν του θρώσκω είτε ως μεταπλασμός θ. σε -υ: θόρ-υς (πρβλ. μανός < μαν-F-ός, στενός < στεν- Fός κ.ά.). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αθύρω «παίζω, διασκεδάζω, τραγουδώ».
ΠΑΡ. θούριος
αρχ.
θουραίος, θουράς, θουρήεις, θούρητρα, θουρίων, θούρις, θουρώ].