θοῦρις

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοῦρις Medium diacritics: θοῦρις Low diacritics: θούρις Capitals: ΘΟΥΡΙΣ
Transliteration A: thoûris Transliteration B: thouris Transliteration C: thoyris Beta Code: qou=ris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of sq. (q.v.): in plural θούριδες· νύμφαι, Μοῦσαι (Maced.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1215] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; ἀλκή, stürmische, ungestüme Kraft, Il. 7, 164 u. öfter; ἀσπίς 20, 162, der Schild, dessen man sich beim Andringen auf den Feind bedient; αἰγίς 15, 308.

French (Bailly abrégé)

ιδος, acc. ιν;
adj. f.
impétueux, qui s'élance dans la mêlée.
Étymologie: θοῦρος.

Russian (Dvoretsky)

θοῦρις: ιδος adj. f (= θοῦρος) стремительная, неукротимая (ἀλκή, αἰγίς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θοῦρις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

θοῦρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῦρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].

Greek Monotonic

θοῦρις: -ιδος, ἡ, θηλ. του επομ., σε Όμηρ.· θοῦρις ἀσπίς, η ασπίδα με την οποία ορμά κάποιος στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θοῦρις, ιδος [fem. of θοῦρος, Hom.]
θοῦρις ἀσπίς, the shield with which one rushes to the fight, Il.