θοῦρις
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of sq. (q.v.): in plural θούριδες· νύμφαι, Μοῦσαι (Maced.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1215] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; ἀλκή, stürmische, ungestüme Kraft, Il. 7, 164 u. öfter; ἀσπίς 20, 162, der Schild, dessen man sich beim Andringen auf den Feind bedient; αἰγίς 15, 308.
French (Bailly abrégé)
ιδος, acc. ιν;
adj. f.
impétueux, qui s'élance dans la mêlée.
Étymologie: θοῦρος.
Russian (Dvoretsky)
θοῦρις: ιδος adj. f (= θοῦρος) стремительная, неукротимая (ἀλκή, αἰγίς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θοῦρις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
θοῦρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῦρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].
Greek Monotonic
θοῦρις: -ιδος, ἡ, θηλ. του επομ., σε Όμηρ.· θοῦρις ἀσπίς, η ασπίδα με την οποία ορμά κάποιος στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
θοῦρις, ιδος [fem. of θοῦρος, Hom.]
θοῦρις ἀσπίς, the shield with which one rushes to the fight, Il.