καταρτύω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer (un plat, une sauce) ; <i>sel. d’autres</i>, assaisonner;<br /><b>2</b> mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au part. pf.</i> καταρτυκώς) formé, fait <i>en parl. de chevaux ou d’ânes parvenus à leur croissance</i> ; καταρτυκὼς [[ἱκέτης]] suppliant en état de se présenter comme tel, <i>càd</i> qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτύω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> préparer (un plat, une sauce) ; <i>sel. d’autres</i>, assaisonner;<br /><b>2</b> mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au part. pf.</i> καταρτυκώς) formé, fait <i>en parl. de chevaux ou d’ânes parvenus à leur croissance</i> ; καταρτυκὼς [[ἱκέτης]] suppliant en état de se présenter comme tel, <i>càd</i> qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρτύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταρτύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], [[παρασκευάζω]] («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]], [[ανατρέφω]] («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] στην [[τάξη]], [[διευθετώ]] («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εφοδιάζω]] («[[λέμβος]]... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηρτυκώς</i>, -<i>υῑa</i>, -<i>ός</i><br />α) ο [[έτοιμος]], ο εντελώς παρασκευασμένος<br />β) (για ζώα) αυτός στον οποίο έχει συντελεστεί η [[ανάπτυξη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «κατηρτυκώς [[ικέτης]]» — αυτός που ως [[ικέτης]] εκτελεί [[καθετί]] το αναγκαίο ή ο [[καταβεβλημένος]] σαν εξημερωμένος [[ίππος]]<br />β) «κατηρτυκώς κακών» — ο τσακισμένος από τις συμφορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[ετοιμάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτύω Medium diacritics: καταρτύω Low diacritics: καταρτύω Capitals: ΚΑΤΑΡΤΥΩ
Transliteration A: katartýō Transliteration B: katartyō Transliteration C: katartyo Beta Code: katartu/w

English (LSJ)

   A prepare, dress, of food, Luc.Hist.Conscr.44; τὴν ξεινίην Hp.Ep.12:—Pass., τὰ -τυμένα τω-ν ἐδεσμάτων restored in Dsc. Alex.Praef.fr.Paul.Aeg.5.28.    2 train, discipline, τὴν φύσιν Plu. 2.38d: c. inf., καταρτύσων μολεῖν to procure his coming, S.OC71:— Pass., καταρτύεται νόος ἀνδρός Sol.27.11; σμικρῷ Χαλινῷ δ' οἶδα . . ἵππους καταρτυθέντας S.Ant.478; παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην Pl.Lg.808d; μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Id.Men. 88b; τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρτ. Junc. ap. Stob.4.50.9.    3 equip, λέμβος . . ἐρέταις κατηρτυμένος Alciphr.1.8.    II intr. in pf. part., κατηρτῡκώς thoroughly furnished, full-grown, used of horses which have lost their foal's-teeth, Hsch., cf.E.Fr.41, AB105 (so in pres. οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Philostr.VA7.23); κάμηλος τῷ σώματι κατηρτυκώς BGU13.5 (iii A.D.); also of men, τὸ κατηρτυκέναι Philostr.VA 5.33: metaph., κατηρτυκὼς . . ἱκέτης προσῆλθες a perfected suppliant, one who has done all that is required, or one that is broken in like a horse tamed, A.Eu.473: c. gen., ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν tamed, broken in spirit by them, E.Fr.821.5. [ῡ, exc. in Sol. l. c.]

German (Pape)

[Seite 1376] zubereiten, zurichten, eigtl. von Speisen, bes. = stark mit Gewürzen versehen; κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους Luc. hist. conscrib. 45. – Uebh. einrichten, in Ordnung bringen; ὡς πρὸς τί λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν Soph. O. C. 71, veranlassen; ἵππους καταρτυθέντας Ant. 474, gebändigte, gezähmte Pferde; Plat, Legg. XII, 808 d παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν μήπω κατηρτυμένην; Men. δδ b μετὰ νοῦ καὶ μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα ὠφέλιμα; Sp., wie Plut. Sert. 27 οὐ νέας φρενὸς ἀλλ' εὖ μάλα βεβηκυίας καὶ κατηρτυμένης, erziehen. – Intrans., κατηρτυκώς, heißen Pferde u. Esel, wenn sie geschichtet u. alle Milchzähne gewechselt haben, also vollständig ausgewachsen sind, VLL., bes. B. A. 105. Uebertr. von Menschen, Aesch. Eum. 451, wo Schol. erkl. τέλειος τὴν ἡλικίαν; Eur. κατηρτυκὼς κακῶν, gewöhnt an Unglück, durch Unglück gebildet, frg. Aeol. 19.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτύω: μέλλ. -ύσω, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, ἰδίως ἐπὶ ἐδεσμάτων, ἡδύνω, «μαγειρεύω», τοὺς λόγους ἐοικότας τοῖς κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 44. 2) καθόλου, ἀσκῶ, ἀνατρέφω, παιδεύω, τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 38D· μετ’ ἀπαρ., καταρτύσων μολεῖν, παρασκευάσων τὴν ἔλευσίν του, Σοφ. Ο. Κ. 71·- Παθ. ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, καταρτύεται νόος ἀνδρὸς Σόλων 14. 11· σμικρῷ χαλινῷ δ’ οἶδα… ἵππους καταρτυθέντας Σοφ. Ἀντ. 478· παῖς ἔχει πηγὴν τοῦ φρονεῖν οὔπω κατηρτυμένην Πλάτ. Νόμ. 808D· μανθανόμενα καὶ καταρτυόμενα Μένων 88Β· τὸ πρεσβύτερον καὶ κατηρ. Ἰοῦγκ. π. Στοβ. 598. 22· κ. τὴν φύσιν, ἡμερώνειν, Πλουτ. Ἠθ. 38C· πρβλ. Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68·- λέμβος… ἐρέταις κατηρτυμένος (-ισμένος;) Ἀλκίφρων 1. 8. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ. κατηρτῡκώς, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ηὐξημένος, ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τῶν ὁποίων ἔπεσον οἱ πωλικοὶ ὀδόντες (γαλαξίαι), Ἡσύχ., Α. Β. 105 (οὕτως ἐν τῷ ἐνεστ., οἱ καταρτύοντες τῶν ἵππων Φιλόστρ. 304)· κ. κάμηλον Πάπυρ. Βερολ. 13. 5· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, Α. Β. 215· μεταφορ., κατηρτυκὼς… ἱκέτης προσῆλθες, τέλειος ἱκέτης, ἐκτελέσας πᾶν ὅ,τι ἀναγκαῖον, ἢ καταβεβλημένος ὡς ἡμερωμένος ἵππος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 473· ὡσαύτως μετὰ γεν., κατηρτυκὼς κακῶν, ἐλθὼν εἰς τὸ τέλος τῶν κακῶν ἢ παιδευθείς, καταβληθεὶς ὑπ’ αὐτῶν (subactus miseriis, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Κικέρ.), Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 5· κατηρτυκὼς τῷ σώματι Πάπ. Βερολ. 13, 5· υ μακρόν, πλὴν παρὰ Σόλωνι ἔνθ’ ἀνωτ..

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 préparer (un plat, une sauce) ; sel. d’autres, assaisonner;
2 mettre en état convenable, former, préparer, disposer ; former, discipliner : ἵππον χαλινῷ SOPH discipliner par le frein un cheval indocile;
II. intr. (au part. pf. καταρτυκώς) formé, fait en parl. de chevaux ou d’ânes parvenus à leur croissance ; καταρτυκὼς ἱκέτης suppliant en état de se présenter comme tel, càd qui a rempli toutes les obligations imposées aux suppliants.
Étymologie: κατά, ἀρτύω.

Greek Monolingual

καταρτύω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)
2. μαγειρεύω
3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.)
5. εφοδιάζωλέμβος... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)
6. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτυκώς, -υῑa, -ός
α) ο έτοιμος, ο εντελώς παρασκευασμένος
β) (για ζώα) αυτός στον οποίο έχει συντελεστεί η ανάπτυξη
7. φρ. α) «κατηρτυκώς ικέτης» — αυτός που ως ικέτης εκτελεί καθετί το αναγκαίο ή ο καταβεβλημένος σαν εξημερωμένος ίππος
β) «κατηρτυκώς κακών» — ο τσακισμένος από τις συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτύω «ετοιμάζω»].