κατοκωχή: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />possession divine.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />possession divine.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατοκωχή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάσχεση]], [[κατάκτηση]]<br /><b>2.</b> το να κατέχεται [[κάποιος]] από ανώτερο [[πνεύμα]], η [[έμπνευση]] («οὐ γάρ [[τέχνη]], οὐδ' [[ἐπιστήμη]] [[περί]] Ὁμήρου λέγεις, [[ἀλλά]] θείᾳ [[μοίρα]] καὶ κατοκωχῄ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντίληψη]], [[κατανόηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[οκωχή]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὀκωχή]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, με αναδιπλασιασμό, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὄκωχα]], άχρ. παρακμ. του <i>ἔχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-[[οκωχή]], <i>παρ</i>-[[οκωχή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = κατοχή, possession, τῆς χώρας Anon. ap. Suid.; mental grasp, τῶν εἰρημένων Zeno Stoic.1.58. II being possessed, inspiration, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Pl.Ion536c; ἀπὸ Μουσῶν κ. Id.Phdr.245a, cf. Ph.1.174, al., Dam.Isid.32:—the forms κατακωχή, -ιμος are late and incorrect; cf. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
German (Pape)
[Seite 1403] ἡ, = κατοχή, Suid. erkl. κατάσχεσις, das Innehaben; θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ, Begeisterung, κατακωχῇ schlechtere v. l., Plat. Ion 536 c; τρίτη ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή Phaedr. 245 a.
Greek (Liddell-Scott)
κατοκωχή: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κατοχή, τὸ κατέχειν, κατάσχεσις, κτῆσις, τῆς χώρας Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τῶν εἰρημένων Ζήνων παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 297. II. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ πνεύματος, ἔμπνευσις, ἐνθουσιασμός, θείᾳ μοίρᾳ καὶ κατοκωχῇ Πλάτ. Ἴων 556C· κατοκωχή ἀπὸ Μουσῶν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 245A· πρβλ. κατέχω II. 10.- Οἱ ἐφθαρμένοι τύποι κατακωχή, κατακώχιμος διορθωτέοι πανταχοῦ πλὴν ἴσως παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις· πρβλ. ἀνοκωχή, συνοκωχή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
possession divine.
Étymologie: κατέχω.
Greek Monolingual
κατοκωχή, ἡ (Α)
1. κατάσχεση, κατάκτηση
2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ' ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.)
3. αντίληψη, κατανόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. του ἔχω), πρβλ. αν-οκωχή, παρ-οκωχή].