μεταδήμιος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(Autenrieth) |
(24) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δῆμος]]): [[among]] the [[people]], in the [[community]], Od. 13.46; at [[home]], Od. 8.293. | |auten=([[δῆμος]]): [[among]] the [[people]], in the [[community]], Od. 13.46; at [[home]], Od. 8.293. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταδήμιος]] και [[μετάδημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, που βρίσκεται στην [[πατρίδα]] του, σε [[αντιδιαστολή]] με τον απόδημο<br /><b>3.</b> (για οίνο) [[επιχώριος]], [[ντόπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δήμιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δῆμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[δήμιος]], <i>παν</i>-[[δήμιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (δῆμος)
A in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.
German (Pape)
[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui existe ou se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.
English (Autenrieth)
(δῆμος): among the people, in the community, Od. 13.46; at home, Od. 8.293.
Greek Monolingual
μεταδήμιος και μετάδημος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στον λαό («καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ζει, που βρίσκεται στην πατρίδα του, σε αντιδιαστολή με τον απόδημο
3. (για οίνο) επιχώριος, ντόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δήμιος (< δῆμος), πρβλ. επι-δήμιος, παν-δήμιος.