νηφαλέος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(T22) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(so st in bez νηφαλαιος), [[after]] a [[later]] [[form]]) and [[νηφάλιος]] ([[alone]] [[well]] attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors [[generally]] of [[three]] [[term]].; from [[νήφω]]), [[sober]], [[temperate]]; abstaining from [[wine]], [[either]] [[entirely]] (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at [[least]] from its [[immoderate]] [[use]]: [[Aeschylus]] and [[Plutarch]], of things [[free]] from [[all]] [[infusion]] or [[addition]] of [[wine]], as vessels, offerings, etc.) | |txtha=(so st in bez νηφαλαιος), [[after]] a [[later]] [[form]]) and [[νηφάλιος]] ([[alone]] [[well]] attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors [[generally]] of [[three]] [[term]].; from [[νήφω]]), [[sober]], [[temperate]]; abstaining from [[wine]], [[either]] [[entirely]] (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at [[least]] from its [[immoderate]] [[use]]: [[Aeschylus]] and [[Plutarch]], of things [[free]] from [[all]] [[infusion]] or [[addition]] of [[wine]], as vessels, offerings, etc.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηφαλέος]], -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)<br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] στο [[κρασί]], [[νηφάλιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πνευματική [[διαύγεια]], [[συνετός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηφαλέως</i> (ΑΜ)<br />με νηφάλιο τρόπο, με το [[μυαλό]] καθαρό, με [[σοβαρότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. του [[νηφάλιος]] σχηματισμένο [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i>). Λιγότερο πιθ. [[είναι]] η [[άποψη]] ότι η λ. παράγεται από το [[νήφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = νηφάλιος, Hdn.Gr.2.908, al.; = σώφρων, Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. -έως sanely, ξυντελέσαι δόμον Aret.SD1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νηφᾰλέος: -α, -ον, = νηφάλιος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
English (Thayer)
(so st in bez νηφαλαιος), after a later form) and νηφάλιος (alone well attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors generally of three term.; from νήφω), sober, temperate; abstaining from wine, either entirely (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at least from its immoderate use: Aeschylus and Plutarch, of things free from all infusion or addition of wine, as vessels, offerings, etc.)
Greek Monolingual
νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)
1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος
2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.
επίρρ...
νηφαλέως (ΑΜ)
με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. του νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω.