ὀλέθριος: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
(T22) |
(28) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ὄλεθρος]]) ([[ὀλιγοπιστία]]) ὀλιγοπιστιας, ἡ, [[littleness]] of [[faith]], [[little]] [[faith]]: L T Tr WH, for R G [[ἀπιστία]]. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.) | |txtha=([[ὄλεθρος]]) ([[ὀλιγοπιστία]]) ὀλιγοπιστιας, ἡ, [[littleness]] of [[faith]], [[little]] [[faith]]: L T Tr WH, for R G [[ἀπιστία]]. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΝ [[ὀλέθριος]], -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [[όλεθρος]]<br />αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, [[καταστροφή]], ο [[καταστρεπτικός]] («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ [[ἐπέσπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο [[ετοιμοθάνατος]]<br />β) [[χαμένος]], κατεστραμμένος, αφανισμένος, [[άτυχος]] («τάλαιν' ὀλεθρία<br />τίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[μηδαμινός]], [[άθλιος]], [[φαύλος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) <i>ὀλέθριον</i><br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... [[θεός]] ὀλέθριον αἰκίζει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀλέθριον [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] της καταστροφής<br />β) «[[ψῆφος]] ὀλέθρια» — [[ψήφος]] θανάτου, θανατική<br />γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι [[φίλων]]» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του<br />δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — [[ονομασία]] υγρού<br />ε) «[[ἔξοδος]] ὀλεθρία» — [[έξοδος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]], που φέρνει τον όλεθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολεθρίως</i> και -<i>α</i> (Α ὀλεθρίως)<br />με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀλεθρίως ἔχω» — [[κινδυνεύω]] να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, E.Hec.1084 (lyr.), Pl.Ep.334d ; but α, ον Hdt.6.112, LXX Wi.18.15, and freq. in Trag. (v. infr.) :—
A destructive, deadly, ὀ. ἦμαρ the day of destruction, Il.19.294,409, cf. ἐλεύθερον ἦμαρ, etc. ; so μανίη πάγχυ ὀ. Hdt.l.c. ; ὀ. μόρος A.Th.704 ; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Id.Ch.697 ; κότος ὀ. ib.952 (lyr.) ; ὀλεθρία νύξ S.OC1683 (lyr.), etc. ; ψῆφος ὀλεθρία a vote of death, A.Th.198 : in S.Aj.799, ἔξοδον . . ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν seems to be = φέρειν εἰς ὄλεθρον : acc. sg. masc. predicatively used, ἀλλά μ' ἁ . . θεὸς ὀλέθριον αἰκίζει fatally, ib.402 (lyr.) :—rare in Prose, as Pl.R.389d, Gal.16.522 ; νόσοι Phld.Ir.p.57 W. (Sup.). Adv.-ίως Eust.132.16. 2 c.gen., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων bringing ruin on his friends, A.Ag. 1156 (lyr.). 3 c. dat., as Subst., ψύλλοις ὀλέθριον, name of a fluid, Philum.Ven.12.4. II of persons, in danger of death, Hp.Acut.58 ; lost, undone, S.Tr.878. Adv. -ίως, ἔχειν Gal.16.522, al. 2 rascally, worthless (cf. ὄλεθρος 11 nisi hoc leg.), Luc.DMort. 2.1 codd., Hist.Conscr.38 codd. ὀλεθρ-ιώδης, ες, gloss on λευγαλέη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] ον, auch 3 Endgn, verderblich, tödtlich; ἦμαρ ὀλέθριον, der Tag des Verderbens, der Todestag, Il. 19, 294. 409; γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, Aesch. Ag. 1128; ὀλέθριον πνέουσ' ἐν ἐχθροῖς κότον, Ch. 940; fem., ψῆφος ὀλεθρία, Spt. 180; ἔξοδον ὀλεθρίαν Αἴαντος, Soph. Ai. 786; νύξ, O. C. 1680; ὀλέθριον κοίταν, Eur. Hec. 1084; in Prosa, μανίην ὀλεθρίην, Her. 6, 112, ἐπιτήδευμα ὀλέθριον, Plat. Rep. III, 389 d; öfter bei Sp., wie Plut., τινί, Symp. 5, 7, 1. Auch von Menschen, unglücklich, τάλαιν' ὀλεθρία, Soph. Trach. 875, vgl. Ai. 397; auch Luc. Alex. 11; nichtswürdig, D. Mort. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέθριος: -ον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1084, Μήδ. 993· ἀλλὰ α, ον, Ἡρόδ. 6. 112, καὶ συχν. παρὰ Τραγ.· καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ὀλ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου, τῆς καταστροφῆς, Ἰλ. Τ. 294, 409, πρβλ. ἐλεύθερον ἦμαρ, κτλ.· οὕτω, μανίη πάγχυ ὀλ. Ἡρόδ. 6. 112· ὀλ. μόρος Αἰσχύλ. Θήβ. 704· ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 697· ὀλ. κότος αὐτόθι 952· ὀλεθρία νὺξ Σοφ. Ο. Κ. 1683, κτλ.· ψῆφος ὀλεθρία, ψῆφος θανάτου, Αἰσχύλ. Θήβ. 198· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 799, ἔξοδον... ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν, φαίνεται ὅτι εἶναι = φέρειν εἰς ὄλεθρον, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― ἀντὶ ὀλέθριον (αὐτόθι 402) ὡς ἐπίρρ., ὀλεθρίως, ὁ Wunder χάριν τοῦ μέτρου ἀναγινώσκει οὔλιον: ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀλεθρίως, Εὐστ. 132. 16· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 389D. 2) μετὰ γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, ἐπιφέροντες ὄλεθρον εἰς τοὺς φίλους αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1156. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ κινδυνεύων νὰ ἀποθάνῃ, εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκόμενος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ., 393· ― ἀπολωλώς, κατεστραμμένος, ἀτυχής, Σοφ. Τρ. 878. 2) κακός, ἄθλιος, οὐτιδανός, (πρβλ. ὄλεθρος ΙΙ), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 1, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui cause la perte ou la mort, funeste, fatal;
2 malheureux, misérable.
Étymologie: ὄλεθρος.
English (Autenrieth)
ὀλέθριον ἦμαρ: day of destruction, Il. 19.294 and 409.
English (Thayer)
(ὄλεθρος) (ὀλιγοπιστία) ὀλιγοπιστιας, ἡ, littleness of faith, little faith: L T Tr WH, for R G ἀπιστία. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΝ ὀλέθριος, -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) όλεθρος
αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος
β) χαμένος, κατεστραμμένος, αφανισμένος, άτυχος («τάλαιν' ὀλεθρία
τίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», Σοφ.)
γ) μηδαμινός, άθλιος, φαύλος, τιποτένιος
2. (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) ὀλέθριον
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... θεός ὀλέθριον αἰκίζει», Σοφ.)
3. φρ. α) «ὀλέθριον ἦμαρ» — η ημέρα της καταστροφής
β) «ψῆφος ὀλέθρια» — ψήφος θανάτου, θανατική
γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι φίλων» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του
δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — ονομασία υγρού
ε) «ἔξοδος ὀλεθρία» — έξοδος που οδηγεί στην καταστροφή, που φέρνει τον όλεθρο.
επίρρ...
ολεθρίως και -α (Α ὀλεθρίως)
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο
αρχ.
φρ. «ὀλεθρίως ἔχω» — κινδυνεύω να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.