ὁμομαστιγίας: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon de fouet, <i>càd</i> d’esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[μαστιγίας]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />compagnon de fouet, <i>càd</i> d’esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[μαστιγίας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμομαστιγίας]], ὁ (Α)<br />(ως [[χαρακτηρισμός]] του [[Διός]] στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[δούλος]], [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαστιγίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fellow-knave (cf. μαστιγίας), of Zeus (i.e. Zeus Δούλιος acc. to Sch.), Ar.Ra.756.
German (Pape)
[Seite 338] ὁ, der Mitgcpeitschtwerdende, Prügelgenoß, komisch für Mitsklave, Ar. Ran. 756.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομαστῑγίας: -ου, ὁ, ὁμόδουλος (πρβλ. μαστιγίας), Ἀριστοφ. Βάτρ. 756.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
compagnon de fouet, càd d’esclavage.
Étymologie: ὁμός, μαστιγίας.
Greek Monolingual
ὁμομαστιγίας, ὁ (Α)
(ως χαρακτηρισμός του Διός στον Αριστοφάνη) αυτός που μαστιγώνεται, δηλαδή είναι δούλος, μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μαστιγίας (< μάστιξ)].