παντοδαπός: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(SL_2) |
(30) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>παντοδᾰπός</b> <br /> <b>1</b> of [[all]] kinds παντοδαποῖσιν ξένοις (O. 8.26) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ὦ [[μάκαρ]], ὅν τε μεγάλας θεοῦ [[κύνα]] παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. [[Πάν]]: v. [[Πάν]]: cf. παμφυές, Epid. Hymn., 2. 2, 9 Maas) fr. 96. 2. | |sltr=<b>παντοδᾰπός</b> <br /> <b>1</b> of [[all]] kinds παντοδαποῖσιν ξένοις (O. 8.26) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι [[καλόν]] (I. 1.46) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ὦ [[μάκαρ]], ὅν τε μεγάλας θεοῦ [[κύνα]] παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. [[Πάν]]: v. [[Πάν]]: cf. παμφυές, Epid. Hymn., 2. 2, 9 Maas) fr. 96. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παντοδαπός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[κάθε]] γένους, [[παντοειδής]], [[ποικίλος]] («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[κάθε]] [[χώρα]], από [[κάθε]] [[τόπο]] («παδαπὸς εἶ; [[παντοδαπός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «παντοδαπὸς γίγνεται» — παίρνει [[κάθε]] είδους σχήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοδαπώς</i> / <i>παντοδαπῶς</i>, <i>ΝΑ</i><br />με [[κάθε]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δαπός</i>, άγνωστης ετυμολ., [[κατά]] το [[ἀλλοδαπός]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αλλοδαπός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (cf. ἀλλοδαπός)
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer.402, Sapph.20, A.Th.357 (lyr.), etc.; παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel.525 (lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ. π. Luc.Vit.Auct.8: in pl., πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously, δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23; πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph.228e: Comp. -ώτερος Arist. HA525b3: Sup. -ώτατος Hp.Aër.9, Isoc.15.295. Adv. -πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm.130a, etc.; π. ἔχειν Arist.EN1100a27. 2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra.289, Pl.R.398a; ὥσπερ ὁ Πρωτεὺς π. γίγνει Id.Ion541e.
German (Pape)
[Seite 463] (vgl. über das Suffirum ποδαπός), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie παντοῖος, H. h. Cer. 402; καρπός, Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνθρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσθαι, wie παντοῖος, Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Ggstz von ἁπλῶς, poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδᾰπός: -ή, -όν, (πᾶς) σχεδὸν ὡς τὸ παντοῖος, ὁ παντὸς γένους ἢ εἴδους, ἄνθεα, καρπὸς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 402, Αἰσχύλ. Θήβ. 357, κτλ.· παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς Εὐρ. Ἑλ. 525· π. ἱστορία, ποικίλη, Διογ. Λ. 5. 5· ― ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ καὶ π. Ἡρόδ. 9. 84· πανταδαποὶ τῆς στρατιῆς = π. στρατιῶται, ὁ αὐτ. 7. 22· ἐκ πάσης χώρας, ποδαπῶς εἶ; ἀπόκρισις, παντοδαπός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8· ― περιφρονητικῶς, δοῦλοι καὶ ξένοι π. Ἀνδοκ. 22. 30· πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Πλάτ. Σοφιστ. 228Ε· ― συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· ― ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 315· ― Ἐπίρρ. -πῶς, κατὰ πάντα δυνατὸν τρόπον, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοὶ Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 6, 14, πρβλ. Πλάτ. Παρμ. 129Ε, κτλ. 2) παντοδαπὸς γίγνεται, = παντοῖος γίγνεται, λαμβάνει παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 289, Πλάτ. Πολ. 398Α· π. γίγνει στρεφόμενος ἄνω καὶ κάτω ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 541Ε. (Ἴδε ἐν λ. ποδαπός.)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de tout pays, de toute famille, de toute sorte;
2 qui prend toutes sortes de formes.
Étymologie: πᾶς, -δαπος, cf. ποδαπός.
English (Slater)
παντοδᾰπός
1 of all kinds παντοδαποῖσιν ξένοις (O. 8.26) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Πάν: cf. παμφυές, Epid. Hymn., 2. 2, 9 Maas) fr. 96. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παντοδαπός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.)
2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.)
αρχ.
φρ. «παντοδαπὸς γίγνεται» — παίρνει κάθε είδους σχήματα.
επίρρ...
παντοδαπώς / παντοδαπῶς, ΝΑ
με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + επίθημα -δαπός, άγνωστης ετυμολ., κατά το ἀλλοδαπός (βλ. και λ. αλλοδαπός)].