πείρινς: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(Autenrieth) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=acc. πείρινθα: wagon-[[box]] or [[body]], [[perhaps]] of [[wicker]]-[[work]], Od. 15.131. | |auten=acc. πείρινθα: wagon-[[box]] or [[body]], [[perhaps]] of [[wicker]]-[[work]], Od. 15.131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ινθος, ἡ, και επικ. τ. [[πείρινθα]] και [[πείρινθος]], ὁ, Α<br />μεγάλο πλεχτό [[καλάθι]], [[τετράγωνο]] ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν [[πάνω]] σε [[άμαξα]] ή σε [[άρμα]] και χρησίμευε ως [[κάθισμα]] ή για την [[τοποθέτηση]] τροφίμων, αλλ. [[πλινθίον]] («ἅμαξαν... ὁπλίσαι ἡνώγει, [[πείρινθα]] δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μορφή]] της λ. οδηγεί στο να θεωρηθεί [[δάνειο]] (πιθ. πελασγικό) ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τα τοπωνύμια <i>Πειρήνη</i> και [[Πειραιεύς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ινθος, ἡ,
A wicker basket tied upon the ἅμαξα, body of the cart, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς [ἀμάξης] Il.24.190, cf. 267; τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Od.15.131.—Hom. only uses the acc. πείρινθα; gen., A.R.3.873 : πείρινθος cited as nom. by Hsch., EM668.21 :—also πείρινθα, ibid.
German (Pape)
[Seite 547] ινθος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, ἕνεκα τοῦ πλείω χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινθα. Bei Ap. Rh. 5, 873 πείρινθος ἐφαπτόμεναι μετόπισθε.
Greek (Liddell-Scott)
πείρινς: -ινθος, ἡ, μέγας κάλαθος πλεκτὸς προσδεδεμένος ἐπὶ τῆς ἁμάξης, ἀποτελῶν πράγματι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς ἁμάξης, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ’ αὐτῆς [δηλ. τῆς ἁμάξης], «τὸ ἐπικείμενον τῇ ἁμάξῃ πλινθίον, ἐφ’ οὗ φέρουσι τὰ φορτία, δ καὶ ὑπερτερίαν καλοῦσιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 190, 267· τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Ὀδ. Ο. 131, ἔνθα ἴδε Εὐστάθ.: - Ὁ Ὅμ. χρῆται μόνον τῇ αἰτ. πείρινθα· γενικ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 873· παρ’ Ἡσυχ. καὶ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. πείρινθος, -θα, μνημονεύονται ὡς τύποι τῆς ὀνομ. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «πείρινθος· πλέγμα, τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, τὸ πλινθίον, τὸ ἐπιτιθέμενον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον».
French (Bailly abrégé)
(ἡ) ; seul. acc. πείρινθα;
panier d’osier qu’on adaptait à un char.
Étymologie: DELG emprunt ou substrat typique de par la forme.
English (Autenrieth)
acc. πείρινθα: wagon-box or body, perhaps of wicker-work, Od. 15.131.
Greek Monolingual
-ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α
μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων, αλλ. πλινθίον («ἅμαξαν... ὁπλίσαι ἡνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. οδηγεί στο να θεωρηθεί δάνειο (πιθ. πελασγικό) ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τα τοπωνύμια Πειρήνη και Πειραιεύς].