περιωπή: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Autenrieth) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[root]] ὀπ): [[look]]-[[out]] [[place]]. | |auten=([[root]] ὀπ): [[look]]-[[out]] [[place]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />ψηλό [[μέρος]] με ανοιχτή θέα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξέχουσα [[θέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[περιωπής]]» ή «υψηλής [[περιωπής]]» — [[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[μεγάλης]] αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής<br /><b>3.</b> «από [[περιωπής]]»<br />i) αφ' υψηλού, με [[περιφρόνηση]]<br />ii) [[χωρίς]] [[προκατάληψη]], αντικειμενικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το ύψος, η [[ανωτερότητα]] της πνευματικής ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσοχή]], [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], προσεκτική [[σκέψη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠπή</i> «[[πρόσωπο]], θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[επωπή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ὤψ)
A place commanding a wide view, Il.14.8, 23.451, Od.10.146, Pl.Plt.272e ; παράκτιος π. AP 6.167 (Agath.) ; ἐκ περιωπῆς from a place of vantage, by a bird's-eye view, Luc.Symp.11, Im.1 ; ἐκ π. τοῦ Πηλίου from the summit of P., Philostr.Her.19.1. II circumspection, πολλὴν π. τινὸς ποιεῖσθαι to show much caution in a thing, Th.4.87. III contemplation, ἐπιστήμης, τοῦ θείου, Procl in Alc.pp.19,21 C. : pl., ταῖς τοῦ νοῦ π. Dam.Pr.54.
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp. : παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); θαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσθαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.
Greek (Liddell-Scott)
περιωπή: ἡ, (ὤψ) τόπος ἐξ οὗ τις βλέπει εἰς λίαν μακρὰν ἀπόστασιν ὁλόγυρα, ὡς τὸ σκοπιά, Ἰλ. Ξ. 8, Ψ. 451, Ὀδ. Κ. 146, Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· ἐκ περιωπῆς, ἐκ τόπου ὑψηλοῦ, ἐκ τόπου ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ βλέπῃ τί γίνεται ὁλόγυρα, ἐκ περιωπῆς ἑωρακὼς Λουκ. Συμπ. 11, Εἰκ. 1· ἐκ π. τοῦ Πηλίου, ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Π., Φιλόστρ. 729. ΙΙ. περίβλεψις, προσοχή, πολλὴν π. τινος ποιεῖσθαι, «φροντίδα, πρόνοιαν, περίσκεψιν» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 86.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où la vue s’étend alentour, poste d’observation (donjon, guérite, etc.) ; ἐκ περιωπῆς ὁρᾶν LUC voir de haut ou de loin;
2 fig. circonspection, vigilance : περιωπὴν ποιεῖσθαι THC sauvegarder.
Étymologie: περί, ὄψομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα
νεοελλ.
1. εξέχουσα θέση
2. φρ. α) «άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» — άνθρωπος [[[επιστήμονας]], ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής
3. «από περιωπής»
i) αφ' υψηλού, με περιφρόνηση
ii) χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικά
μσν.-αρχ.
το ύψος, η ανωτερότητα της πνευματικής ζωής
αρχ.
1. προσοχή, σύνεση
2. μελέτη, προσεκτική σκέψη για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὠπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- της ρίζας οπ- του ὄπωπα (πρβλ. επωπή)].