πρόσωθεν: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(SL_2) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πρόσωθεν]] (cf. [[πόρσω]].) <br /> <b>1</b> [[further]], [[beyond]] [[οὐκ]] ἔστι [[πρόσωθεν]] θνατὸν [[ἔτι]] σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: [[οὐκέτι]] [[πόρσω]], [[οὐκ]] ἔστι [[πρόσω]] codd.) (N. 9.47) | |sltr=[[πρόσωθεν]] (cf. [[πόρσω]].) <br /> <b>1</b> [[further]], [[beyond]] [[οὐκ]] ἔστι [[πρόσωθεν]] θνατὸν [[ἔτι]] σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: [[οὐκέτι]] [[πόρσω]], [[οὐκ]] ἔστι [[πρόσω]] codd.) (N. 9.47) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και επικ. τ. [[πρόσσοθεν]] και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. [[πόρρωθεν]] και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> α) από [[μακριά]] («μή τις [[πρόσωθεν]] ὄμματος βάλοι [[φθόνος]]», Αισχυλ.)<br />β) σε [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> από πολύ χρόνο («[[πόρρωθεν]] ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το συγκριτ.) <i>πορρωτέρωθεν</i><br />από [[σημείο]] που βρίσκεται μακρύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσω]] / [[πόρσω]] / <i>πορρωτέρω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]] <i>εκατέρω</i>-<i>θεν</i>). Ο τ. <i>πρόσσ</i>-<i>οθεν</i>, για μετρικούς λόγους, [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>όθεν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. πόρρωθεν, Dor. πόρσωθεν Archyt.1, Ep. πρόσσοθεν Il.23.533: Adv. (πρόσω):—
A from afar, opp. ἐγγύθεν, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους Il.l.c.; πρόσωθεν βαλεῖν, προσδέρκεσθαι, A.Ag.947, 952; κλύειν Id.Eu.297, cf. 397; στείχειν S.Aj.723; οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ' ὁρωμένων E.Ion 586; πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, etc., Pl.Chrm.153b, R.368d, etc.:—Comp. πορρωτέρωθεν, from a more distant point, σκοπεῖν Isoc. 4.23, cf. 6.16, 12.120,16.4, Thphr.Sud.4. 2 distantly, in sense, D.L.7.16. II of Time, from long ago, E.Hipp.831 (lyr.), Pl. Chrm.155a, D.10.46, etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσωθεν: Ἀττ. πόρρωθεν, Ἐπικ. πρόσσοθεν Ἰλ. Ψ. 533· οἱ τύποι ἀκολουθοῦσι τοὺς αὐτοὺς κανόνας τοῦ πρόσω, πόρρω, κλπ.· ὅθεν ὁ τύπος πόρσωθεν ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Δίνδ. ἀντὶ τοῦ τύπου πόρρωθεν ἐν Σοφ. Τρ. 1003, εἰ καὶ οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὑρίσκεται· ἐπίρρ. (πρόσω): - μακρόθεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγγύθεν, πρόσσοθεν… ἐλαύνειν μώνυχας ἵππους Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρόσωθεν βάλλειν, προσδέρκεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 947, 952· κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 297, πρβλ. 397· στείχειν Σοφ. Αἴ. 723· οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ’ ὁρωμένων Εὐρ. Ἴων. 586· πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, κτλ., Πλάτ. Χαρμ. 153Β, Πολ. 368D, κτλ. - Συγκρ. πορρωτέρωθεν, ἐξ ἀπωτέρω κειμένου σημείου, Ἰσοκρ. 45Α, 119Α, 257C, 347D, Θεοφρ. π. Ἱδρ. 9. 4. 2) μακρόθεν κατὰ σημασίαν, Διογ. Λ. 7. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ μακροῦ, πολλοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἱππ. 831, Πλάτ. Χαρμ. 155Α, Δημ. 143, 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: πρόσω, -θεν.
English (Slater)
πρόσωθεν (cf. πόρσω.)
1 further, beyond οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) (N. 9.47)
Greek Monolingual
και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α
επίρρ.
1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.)
β) σε απόσταση
2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας», Πλάτ.)
3. (το συγκριτ.) πορρωτέρωθεν
από σημείο που βρίσκεται μακρύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσω / πόρσω / πορρωτέρω + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ εκατέρω-θεν). Ο τ. πρόσσ-οθεν, για μετρικούς λόγους, κατά τα επιρρ. σε -όθεν].