πρυμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l’État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l’État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που έχει [[υπηρεσία]] στην [[πλευρά]] της πρύμνης<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από το [[μέρος]] της πρύμνης, ο [[ούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], του οποίου η [[θέση]] ήταν στην [[πρύμνη]], ο [[οιακιστής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ηγεμόνας]] χώρας<br /><b>3.</b> (για ούριο άνεμο) ο αργέστης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[πρυμνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀλ</i>-<i>ήτης</i>: <i>ἄλη</i>, <i>ἀγορ</i>-<i>ητής</i>: <i>ἀγορᾱ</i>, <i>μαχ</i>-<i>ητής</i>: [[μάχη]], τ. που [[πρέπει]] να έχουν προέλθει [[μάλλον]] από ουσ. σε -<i>η</i> [[παρά]] από τα αντίστοιχα ρ. σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήτης Medium diacritics: πρυμνήτης Low diacritics: πρυμνήτης Capitals: ΠΡΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: prymnḗtēs Transliteration B: prymnētēs Transliteration C: prymnitis Beta Code: prumnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα . . π. χθονός ib. 765.    II as masc. Adj.,= foreg., π. κάλως E.Med.770.    2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l’État).
Étymologie: πρύμνα.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε - / -άω)].