σπάνις: Difference between revisions
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>dat. ion.</i> ι;<br /><b>1</b> rareté, insuffisance ; manque : [[τῶν]] χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance <i>ou</i> manque de ressources, d’argent;<br /><b>2</b> difficulté.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |btext=εως (ἡ) :<br /><i>dat. ion.</i> ι;<br /><b>1</b> rareté, insuffisance ; manque : [[τῶν]] χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance <i>ou</i> manque de ressources, d’argent;<br /><b>2</b> difficulté.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, η, ΝΑ<br />[[σπανιότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η [[ανεπάρκεια]] της ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε [[σχέση]] με τη ζητούμενη [[ποσότητα]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάνις]] εισροών» — [[έλλειψη]] συντελεστών παραγωγής<br />β) «[[σπάνις]] εκροών»<br /><b>(οικον.)</b> [[έλλειψη]] προϊόντων [[προς]] [[κατανάλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πείνα]] («τροφὰς ἐν τῇ [[μεγάλη]] σπάνει παρέσχε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τους Στωικ.) «[[ἐπιθυμία]] [[ἀτελής]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «οὐ [[σπάνις]]... ἔχειν» — δεν υπάρχει [[έλλειψη]] ή [[δυσκολία]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[σπάω]] / <i>σπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νι</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>σ</i>)<i>παν</i>- του [[πένομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. εως, dat. ει, Ion. ι:—
A scarcity, dearth, lack, τόλμης E.Or.942; ἀνδρῶν D.25.31; ὕδατος Arist.GA746b10, cf. LXX Ju.8.9; θηρίων Str.2.5.26; νεκύων AP9.53 (Nicod. or Bass.); οὐ σπάνις . . ἔχειν,= οὐ σπάνιον, there is no lack, no difficulty, in getting, E.IA1163; οὗ σ. ἀνδρὶ τυχεῖν which 'tis rare for a man to get, IG2.2753, cf. 3577: abs., dearth, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σ. παρέσχε ib.3.687. II unsatisfied need, want, c. gen., ἐν σπάνι βύβλων Hdt.5.58; σ. σχεῖν τοῦ βίου poverty, S.OT1461; βίου E.Hec.12; ἢν δέ του σπάνιν τιν' ἴσχῃς S.OC506, cf. Pl.Lg.678d; σ. τῶν ἀναγκαίων Antipho 4.1.2; τῇ τῶν χρημάτων σ. Th.1.142; ἀργυρίου Lys.19.11; ἡ . . σ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά want, poverty, Philem.157. 2 craving, defined as ἐπιθυμία ἀτελής, Stoic.3.97; ἐν σ. χρημάτων D.19.153, cf. Phld.Lib.p.45 O.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, von Sachen, Seltenheit, das in geringer Anzahl Vorhandensein, Mangel; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ σχεῖν τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου σπάνις ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπάνις: ἡ, γεν. εως, δοτ. ει, Ἰων. ι· (ἴδε ἐν λ. πένομαι)· ἐπὶ πραγμάτων, σπανιότης, ὀλιγότης, ἔλλειψις, τόλμης Εὐρ. Ὀρ. 942· ἀνδρῶν Δημ. 779. 16· θηρίων Στράβ. 127· νεκύων Ἀνθ. Π. 9. 53· - οὐ σπάνις ... ἔχειν = οὐ σπάνιον, δὲν ὑπάρχει ἔλλειψις ἢ δυσκολία νά …, Εὐρ. Ι. Α. 1163· σπ. ἐστὶ τυχεῖν τινος, εἶναι σπάνιον πρᾶγμα νὰ ἐπιτύχῃ τις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 52, 53· - ἀπολ., ἔλλειψις, λιμός, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σπάνει παρέσχε Συλλ. Ἐπιγρ. 378· ἡ ... σπ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά, ἡ ἔλλειψις, ἡ πτωχεία, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 69. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ μὴ ἔχειν, στερεῖσθαί τινος, μετὰ γενικ., ἐν σπάνι βύβλων Ἡρόδ. 5. 58· σπ. τοῦ βίου, ἡ πτωχεία, Σοφ. Ο. Τ. 1461· βίου Εὐρ. Ἑκ. 12· ἢν δέ του σπάνιν τιν΄ ἴσχῃς Σοφ. Ο. Κ. 506, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 678D· σπ. τῶν ἀναγκαίων Ἀντιφῶν 125. 24· τῇ τῶν χρημάτων σπάνει Θουκ. 1. 142· ἀργυρίου Λυσ. 152 ἐν τέλ.· ἐν σπάνει χρημάτων Δημ. 389. 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dat. ion. ι;
1 rareté, insuffisance ; manque : τῶν χρημάτων, ἀργυρίου insuffisance ou manque de ressources, d’argent;
2 difficulté.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
-εως, η, ΝΑ
σπανιότητα
νεοελλ.
(λόγιος τ.)
1. (οικον.) η ανεπάρκεια της ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους
2. φρ. α) «σπάνις εισροών» — έλλειψη συντελεστών παραγωγής
β) «σπάνις εκροών»
(οικον.) έλλειψη προϊόντων προς κατανάλωση
αρχ.
1. πείνα («τροφὰς ἐν τῇ μεγάλη σπάνει παρέσχε», επιγρ.)
2. (κατά τους Στωικ.) «ἐπιθυμία ἀτελής»
3. φρ. «οὐ σπάνις... ἔχειν» — δεν υπάρχει έλλειψη ή δυσκολία να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < σπάω / σπῶ + επίθημα -νι, ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (σ)παν- του πένομαι.