σπογγώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπογγώδης''': -ες, = [[σπογγοειδής]], Ἱππ. 270. 30, Ἡσύχ.
|lstext='''σπογγώδης''': -ες, = [[σπογγοειδής]], Ἱππ. 270. 30, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σπογγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ, και [[σφογγώδης]] Α [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]]<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως [[προς]] τη [[σύσταση]], [[απορροφητικός]] σαν [[σπόγγος]], [[σπογγοειδής]], [[πορώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγώδη</i><br />οι σπόγγοι, το [[φύλο]] τών σπόγγων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπογγώδης]] [[ουσία]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μορφή]] οστίτη ιστού που αποτελείται από διακλαδιζόμενες [[δοκίδες]] οι οποίες σχηματίζουν [[πλέγμα]], στα διάκενα του οποίου βρίσκεται [[μυελός]] τών οστών<br />β) «σπογγώδες [[μέταλλο]]»<br /><b>χημ.</b> [[μάζα]] πορώδους μετάλλου ή μετάλλου σε [[κατάσταση]] λεπτού διαμερισμού που προκύπτει με κατάλληλες διαδικασίες και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[καταλύτης]] σε [[πάρα]] πολλές χημικές αντιδράσεις<br />γ) «[[σπογγώδης]] [[εγκεφαλοπάθεια]] τών βοοειδών»<br />([[κτην]].-ιατρ.) νέα μεταδοτική ζωονόσος, που επισημάνθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1986 στα βοοειδή της Μεγάλης Βρετανίας, με συμπτώματα που προσβάλλουν το νευρικό [[σύστημα]], κν. [[αρρώστια]] της τρελής αγελάδας.
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγώδης Medium diacritics: σπογγώδης Low diacritics: σπογγώδης Capitals: ΣΠΟΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: spongṓdēs Transliteration B: spongōdēs Transliteration C: spoggodis Beta Code: spoggw/dhs

English (LSJ)

ες,= σπογγοειδής, Hp.Gland.1, Arist.Pr.875b22, Dsc. 5.118.

German (Pape)

[Seite 923] ες, = σπογγοειδής, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγώδης: -ες, = σπογγοειδής, Ἱππ. 270. 30, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ες / σπογγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α σπόγγος / σφόγγος]
αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη
οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων
2. φρ. α) «σπογγώδης ουσία»
ανατ. μορφή οστίτη ιστού που αποτελείται από διακλαδιζόμενες δοκίδες οι οποίες σχηματίζουν πλέγμα, στα διάκενα του οποίου βρίσκεται μυελός τών οστών
β) «σπογγώδες μέταλλο»
χημ. μάζα πορώδους μετάλλου ή μετάλλου σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού που προκύπτει με κατάλληλες διαδικασίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης σε πάρα πολλές χημικές αντιδράσεις
γ) «σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια τών βοοειδών»
(κτην.-ιατρ.) νέα μεταδοτική ζωονόσος, που επισημάνθηκε για πρώτη φορά το 1986 στα βοοειδή της Μεγάλης Βρετανίας, με συμπτώματα που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα, κν. αρρώστια της τρελής αγελάδας.