συμμεταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> changer <i>ou</i> modifier avec <i>ou</i> selon : [[τί]] τινι changer une chose selon <i>ou</i> d’après une autre;<br /><b>2</b> changer <i>ou</i> modifier ensemble ; <i>Pass.</i> changer d’avis <i>ou</i> de sens avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταβάλλω]].
|btext=<b>1</b> changer <i>ou</i> modifier avec <i>ou</i> selon : [[τί]] τινι changer une chose selon <i>ou</i> d’après une autre;<br /><b>2</b> changer <i>ou</i> modifier ensemble ; <i>Pass.</i> changer d’avis <i>ou</i> de sens avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μεταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> μεταβάλλομαι [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμμεταβάλλομαι</i><br />α) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] [[μαζί]] με άλλον<br />β) [[αλλάζω]] [[θέση]] και [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμμεταβάλλω]] τοὺς τόπους» — [[ανταλλάσσω]] αμοιβαίως [[θέση]] με άλλον (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «[[συμμεταβάλλω]] τὰς χώρας» — [[αλλάζω]] [[κατοικία]] με άλλον (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «[[συμμεταβάλλω]] τὸ [[γένος]]» — [[αλλάζω]] το [[γένος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] (Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβάλλω Medium diacritics: συμμεταβάλλω Low diacritics: συμμεταβάλλω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: symmetabállō Transliteration B: symmetaballō Transliteration C: symmetavallo Beta Code: summetaba/llw

English (LSJ)

   A change along with, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις AP15.46.4; ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Plu.Luc.39, cf. Gal. 15.734; σ. τοὺς τόπους exchange places simultaneously, Arist.Mete.358b33 (Ald.); σ. τὰς χώρας change their places of abode, Plu.2.424e, cf. Jul.Or.1.13d; τὸ γένος change its gender, A.D.Adv. 184.3:—Med., change sides and take part with, τινι Aeschin.3.165, cf. Luc.Epigr.14.4.    II intr. in Act., change with or together, Arist.GA716b4, MA702b23, EN1100a28, Str. 10.2.12, Ph.1.276.

German (Pape)

[Seite 981] auch im med. (s. βάλλω), mit od. zugleich umwerfen, umändern, τὰς διαίτας ταῖς ὥραις, Plut. Lucull. 39; pass. sich mit verändern, anderes Sinnes werden, Aesch. 3, 165, Strab. 10, 2, 12, Plut. Symp. 8, 9, 3 Luc. Dem. encom. 46.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβάλλω: μεταβάλλω ὁμοῦ, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, ἀνταλλάσσω συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, ἀνταλλάσσω κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., μεταβάλλω θέσιν καὶ λαμβάνω μέρος μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5.

French (Bailly abrégé)

1 changer ou modifier avec ou selon : τί τινι changer une chose selon ou d’après une autre;
2 changer ou modifier ensemble ; Pass. changer d’avis ou de sens avec, τινι.
Étymologie: σύν, μεταβάλλω.

Greek Monolingual

Α μεταβάλλω
1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο
3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι
α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον
β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλον
4. φρ. α) «συμμεταβάλλω τοὺς τόπους» — ανταλλάσσω αμοιβαίως θέση με άλλον (Αριστοτ.)
β) «συμμεταβάλλω τὰς χώρας» — αλλάζω κατοικία με άλλον (Πλούτ.)
γ) «συμμεταβάλλω τὸ γένος» — αλλάζω το γένος μαζί με κάποιον άλλο (Απολλ. Δύσκ.).