συνείρω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> συνεῖρον <i>et ao.</i> συνεῖρα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> lier ensemble, acc.;<br /><b>2</b> rattacher à ; <i>p. anal.</i> mettre à la suite l’un de l’autre, énumérer, répéter ; prononcer de suite, sans s’interrompre ; <i>avec ironie</i> débiter tout d’une haleine;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> faire une marche sans s’arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἴρω]].
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> συνεῖρον <i>et ao.</i> συνεῖρα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> lier ensemble, acc.;<br /><b>2</b> rattacher à ; <i>p. anal.</i> mettre à la suite l’un de l’autre, énumérer, répéter ; prononcer de suite, sans s’interrompre ; <i>avec ironie</i> débiter tout d’une haleine;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> faire une marche sans s’arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἴρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συνδέω]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) [[αραδιάζω]] [[κατά]] [[λογική]] [[σειρά]], [[συνδυάζω]] λογικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] διαδοχικά ή [[λεπτομερώς]] («τὰς [[ἑξῆς]] πράξεις συνείρει», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρενθέτω]] σε λόγο<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[δημηγορώ]], [[διαλέγομαι]]<br />β) [[εξακολουθώ]] να [[μιλώ]] για την [[ίδια]] [[υπόθεση]]<br />γ) (γενικά) [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]]<br />δ) [[είμαι]] [[συνεχής]] ή [[συνημμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴρω]] (Ι) «[[συνδέω]], [[συναρμόζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείρω Medium diacritics: συνείρω Low diacritics: συνείρω Capitals: ΣΥΝΕΙΡΩ
Transliteration A: syneírō Transliteration B: syneirō Transliteration C: syneiro Beta Code: sunei/rw

English (LSJ)

Aeol. aor. part. fem. συνέρραις (α) dub. in Sapph.78:—

   A string together, Ar.Av.1079; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις Pl.Lg. 654a; σ. [ὀνόματα] connect them with their roots, Id.Cra.425b; σ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον trace its connexion, Id.Plt.267a; σ. [τοὺς κύνας] ἀπό τινος lead them on connectedly from a point, X.Cyn.6.21; σ. στεφάνους Aristid.1.143J.; ὄρπακας ἀνήτοιο (-τω codd.) Sapph. l.c.:—Pass., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς is closely connected, follows of itself, Arist.GA741b9, cf. GC336b33; συνειρομένη πραγματεία a connected system, Id.Metaph.986a7.    II in speaking, freq. in a disparaging sense, σ. λόγους ἀπνευστεί D.18.308; συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ' οὔπω Arist.EN1147a21, cf.Phld.Rh.1.247 S.; ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους σ., in a breath, Plb.10. 47.9; σ. λήρους Luc.Tim.9, cf. Nigr.8, Bacch.7; also simply of a continuous speech, σ. καθ' ἓν ἕκαστον Isoc.15.184; σ. τὰς ἑξῆς πράξεις D.S.16.76; τὴν κατηγορίαν Luc.Pisc.22; τὸ γνῶθι σαυτὸν πολλάκις Id.DMort.2.2.    2 seemingly intr. (sc. λόγους), discourse, περὶ τῆς κλοπῆς Id.Prom.5; connect one's reasoning, continue the subject, Arist.Top.158a37, Metaph.995a10, 1093b27; σ. εἰς τὸ πρόσω Id.Div. Somn.464b4; ἀπὸ τῶν εἰρημένων Id.GA716a4: and then, more generally, continue, c. part., συνεῖρον ἀπιόντες, i.e. they went off without pausing, X.Cyr.7.5.6; σ. κινούμενος continue moving, Arist.Ph.262a16, cf. Diocl.Fr.142: abs., to be continuous or connected, Arist.SE 175a30, Mete.362b29, GC318a13, al., Epicur.Ep.3p.64U.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. εἴρω), zusammenknüpfen, anreihen; τοὺς σπίνους, Ar. Av. 1079; κύνας, Xen. Cyn. 6, 21; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλους ξυνείροντας, Plat. Legg. II, 654 a; Folgende; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8; συνείρωμεν τὸν λόγον, Plat. Polit. 267 a; auch ohne λόγον, eine zusammenhangende Rede halten, vgl. λόγους τούτους συνείρει σαφῶς καὶ ἀπνευστί, Dem. 18, 308; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8, vgl. Somn. 8; auch zusammenhangend lesen, Pol. 10, 47, 9; mit u. ohne ὁδόν, zusammengehen; συνεῖρον ἀπιόντες, Xen. Cyn. 7, 5, 6; – ἀρχὰς ὑποτίθεσθαι, αἳ ἐπιπολὺ δύνανται συνείρειν, Arist. gen. anim. 2, 1, vielumfassende Principien.

Greek (Liddell-Scott)

συνείρω: συνάπτω κατὰ σειράν, «ἀραδιάζω», Λατ. connectere, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079· ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις συνείρονται, χορούς τε ὠνομακέναι τὸ παρὰ τῆς χαρᾶς ἔμφυτον ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 654Α· συν. [ὀνόματα], σχετίζω αὐτὰ μετὰ τῶν ῥιζῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατὺλ. 425Β ξ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον, ἀναζητεῖν κατὰ σειρὰν τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 267Α· σ. τοὺς κύνας ἀπό τινος, ἄγω αὐτοὺς συνημμένους ἀπό τινος σημείου, Ξεν. Κυν. 6, 21· σ. στεφάνους Ἀριστ. 1. 143, κτλ. ― Παθ., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς, στενῶς σχετίζεται, ἀκολουθεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 9, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 10, 11· συνειρομένη πραγματεία, συνεχὲς σύστημα, 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου ὁμιλίας, συχνάκι, ὡς ὀνειδισμός, συν. λόγους ἀπνευστὶ (ἴδε ἐν λ. ἀπνευστί), Δημ. 328. 12· συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ’ οὐ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 3, 8· ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους σ., μὲ μίαν ἀναπνοήν, Πολύβ. 10. 47, 9· συν. λήρους Λουκ. Τίμ. 9, πρβλ. Νιγρ. 8, Διόνυσ. 7· ― ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ἐπὶ διηγήσεως λεπτομεροῦς, σ. καθ’ ἓν ἕκαστον Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 184· σ. τὰς ἑξῆς πράξεις Διόδ. 16. 76· τὴν κατηγορίαν Λουκ. Ἁλιεὺς 22· τὸ γνῶθι σεαυτὸν πολλάκις ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 2. 2. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ λόγου), συναρμολογῶ τὸν συλλογισμόν, ἐξακολουθῶ να ὁμιλῶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, μετὰ μετοχ., συνεῖρον ἀπιόντες, δηλ. ἀπῆλθον χωρὶς νὰ σταθῶσί που, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· σ. κινούμενος, συνεχῶς κινοῦμαι, ἐξακολουθῶ κινούμενος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 5· ― ἀπολ., εἶμαι συνεχὴς ἢ συνημμένος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 16, 5, Μετεωρ. 2. 5, 17, π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 13, 11, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. συνεῖρον et ao. συνεῖρα;
I. tr. 1 lier ensemble, acc.;
2 rattacher à ; p. anal. mettre à la suite l’un de l’autre, énumérer, répéter ; prononcer de suite, sans s’interrompre ; avec ironie débiter tout d’une haleine;
II. intr. faire une marche sans s’arrêter.
Étymologie: σύν, εἴρω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω
2. (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) αραδιάζω κατά λογική σειρά, συνδυάζω λογικά
αρχ.
1. αφηγούμαι κάτι διαδοχικά ή λεπτομερώς («τὰς ἑξῆς πράξεις συνείρει», Διόδ.)
2. παρενθέτω σε λόγο
3. (αμτβ.) α) δημηγορώ, διαλέγομαι
β) εξακολουθώ να μιλώ για την ίδια υπόθεση
γ) (γενικά) εξακολουθώ, συνεχίζω
δ) είμαι συνεχής ή συνημμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἴρω (Ι) «συνδέω, συναρμόζω»].