συγγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[estar unido a]]
|esgtx=[[estar unido a]]
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συγγίνομαι]] Α [[γίγνομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]] συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> (για μαθητή ή οπαδό) [[μαθητεύω]] [[κοντά]] στον δάσκαλό μου («[[Πρωταγόρας]]... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συναντώ]]<br /><b>7.</b> (με δοτ. προσ.) [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[γνώστης]] ενός πράγματος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγίγνομαι]] εἴς τι» — [[συναντώ]] κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συγγίνομαι]] Α [[γίγνομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]] συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> (για μαθητή ή οπαδό) [[μαθητεύω]] [[κοντά]] στον δάσκαλό μου («[[Πρωταγόρας]]... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συναντώ]]<br /><b>7.</b> (με δοτ. προσ.) [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[γνώστης]] ενός πράγματος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγίγνομαι]] εἴς τι» — [[συναντώ]] κάποιον.
|mltxt=και ιων. τ. [[συγγίνομαι]] Α [[γίγνομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]] να [[υπάρχω]] συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> (για μαθητή ή οπαδό) [[μαθητεύω]] [[κοντά]] στον δάσκαλό μου («[[Πρωταγόρας]]... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[έρχομαι]] σε [[βοήθεια]] («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συναντώ]]<br /><b>7.</b> (με δοτ. προσ.) [[έρχομαι]] σε σαρκική [[επαφή]], συνουσιάζομαι<br /><b>8.</b> [[γίνομαι]] [[γνώστης]] ενός πράγματος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[συγγίγνομαι]] εἴς τι» — [[συναντώ]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγίγνομαι Medium diacritics: συγγίγνομαι Low diacritics: συγγίγνομαι Capitals: ΣΥΓΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syngígnomai Transliteration B: syngignomai Transliteration C: syggignomai Beta Code: suggi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later Gr. συγγίν- [ῑ]: fut. -γενήσομαι, aor. -εγενόμην, pf. -γέγονα (also

   A συγγεγένημαι Ar.Eq.1293 (lyr.)):—to be born with, ἅμα σ. γινομένοις Arist.HA547b31, cf. D.S.2.56, Man.1.200.    II associate, keep company with, hold converse with, τινι Hdt. 3.55, E.El.603, Ba.237, Ar.Nu.1317(lyr.), V.1468(lyr.), Th.2.12, etc.; χαλεποὶ συγγενέσθαι Pl.R.330c; πᾶσαν τὴν συνουσίαν σ. Id.Lg.672a; also ξ. ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους Ar.Nu.252: abs., coexist, cohere, ἀήθεα Emp.22.8.    2 of disciples or pupils, hold converse with a master, consult him, περί τινος, τίνος πέρι; Pl.Phd.61d, Ar.Av.113, cf. Pl. Men.91e, X.Mem.1.2.27; φροντίσι Ar.Eq.1293 (lyr.); of the master, Plu.Per.4.    3 σ. γυναικί have sexual intercourse with her, X.An.1.2.12, Pl.R.329c; παιδὶ καλῷ IG42(1).121.105 (Epid., iv B.C.); of the woman, Hdt.2.121.έ, Pl.Lg.930d, Plu.Sol.23.    4 come to assist, τινι A.Ch.245,456 (lyr.): abs., S.El.411; ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθρούς A.Ch.460 (lyr.).    5 abs., come together, meet, Th.4.83, 5.37; σ. ἐς πόσιν Hdt.1.172; οἱ συγγιγνόμενοι comrades, X.Mem. 1.2.16; ἀριθμὸς συγγ. coming to our aid, Pl.Epin.978a.    III become acquainted or conversant with, σπλάγχνοισι Eup.108, cf. 38; ἐνδείᾳ Pl.Phlb.45b; ὑδροποσίαις Id.Lg.674a; λόγῳ Arist.Rh.Al. 1420b28.

German (Pape)

[Seite 961] später συγγίνομαι (s. γίγνομαι), mit od. bei Einem sein; bes. wie adesse, beistehen, ξυγεννοῦ πάτερ, φίλοις, Aezeh. Ch. 449. 454, vgl. 243, ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγένεσθέ γ' ἀλλὰ νῦν, Soph. El. 403; Eur.; in Prosa γυναικί, einem Weibe beiwohnen, wie συνουσιάζω, Her. 2, 121; Xen. An. 1. 2, 12, zusammenkommen; Her. ἐς πόσιν 1, 172 τινί, mit Einem, Λακεδαιμονίοις, Ar. Equ. 465; ξυγγενέσθαι ταῖς Νεφέλαισιν ἐς λόγους, Nub. 253; auch übertr., ἐννυχίαισι φροντίσι συγγεγένημαι, Equ. 1288; ὅπως μηδενὶ ξυγγένηται, Thuc. 2, 12; ἐνδείᾳ, Plat. Phil. 45 b; ἐάν τις ἐλευθέρα δούλῳ ξυγγίγνηται, Legg. XI, 930 d, u. so öfter, wie γυναικί, Rep. I, 329 c; auch um den Unterricht Jemandes zu genießen, Schüler sein, Men. 91 e Alc. I. 118 c; περὶ τῶν τοιούτων Φιλολάῳ σογγεγονότες, Phaed 61 d, u. öfter; Xen. An. 2, 6, 17 Mem. 1, 2, 27. 61.

Greek (Liddell-Scott)

συγγίγνομαι: Ἰωνικ. καὶ παρὰ μεταγεν. Λυρ. συγγίν- [ῑ]· μέλλ. -γενήσομαι, ἀόρ. -γενόμην, πρκμ. -γέγονα· ἀποθ. Γεννῶμαι μετά τινος, ἅμα συγγενομένοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 18, πρβλ. Διόδ. 2. 56, Μανέθων 1. 200· - ἀλλὰ συνηθέστατα, ΙΙ. εἶμαι μετά τινος, συναναστρέφομαι, συνδιατρίβω μετ’ αὐτοῦ, τινι Ἡρόδ. 3. 55, Εὐρ. Ἠλ. 603, Ἀριστ. Νεφ. 1317, Σφ. 1468, Θουκ. 2. 12, Πλάτ., κτλ.· χαλεποὶ ξυγγενέσθαι Πλάτ. Πολ. 330C· πᾶσαν τὴν συνουσίαν ξ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Α· - ὡσαύτως, σ. ἐς λόγους τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 253. 2) ἐπὶ μαθητῶν ἢ ὀπαδῶν, συναναστρέφομαι μετὰ τοῦ διδασκάλου, συμβουλεύομαι αὐτόν, μαθητεύω, περί τινος Πλάτ. Φαίδων 61D, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ὄρν. 113, Ἱππ. 1291, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 91Ε, Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1. 21, 27· ἐπὶ τοῦ διδασκάλου, Πλουτάρχ. Περικλ. 4. 3) σ. γυναικί, ὡς τὸ συνουσιάζειν, ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετ’ αὐτῆς, συνευρίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 12, κτλ. ἐπὶ τῆς γυναικός, Πλάτ. Νόμ. 930D. 4) ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινι Αἰσχύλ. Χο. 245, 456· ἀπολ., Σοφ. Ἠλ. 411· ξὺν δὲ γενοῦ πρὸς ἐχθροὺς Αἰσχύλ. Χο. 460. 5) ἀπολ., συνέρχομαι, συναντῶ, Θουκ. 4. 83., 5. 37· σ. ἐς πόσιν Ἡρόδ. 1. 172· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 16· ἀριθμὸς συγγ. Πλάτ. Ἐπιν. 978Α. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συναντῶ τι, ἀποκτῶ γνῶσίν τινος, ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22· ξυνεγιγνόμην ἀεὶ τοῖς ἀγαθοῖς φάγροισιν ὁ αὐτ. ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6· ἐνδείᾳ Πλάτ. Φίληβ. 42Β ὑδροποσίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 674Α· λόγῳ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

f. συγγενήσομαι, ao.2 συνεγενόμην, etc.
1 naître avec;
2 être ensemble, être avec, avoir des rapports, fréquenter, τινι ; en parl. de disciples qui fréquentent un maître ; abs. οἱ συγγιγνόμενοι XÉN les camarades ; particul. avoir commerce avec;
3 venir à l’aide de, aider, τινι.
Étymologie: σύν, γίγνομαι.

Spanish

estar unido a

Greek Monolingual

και ιων. τ. συγγίνομαι Α γίγνομαι
1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον
2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο
3. συναναστρέφομαι με κάποιον
4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», Πλάτ.)
5. έρχομαι σε βοήθεια («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», Σοφ.)
6. συναντώ
7. (με δοτ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι
8. γίνομαι γνώστης ενός πράγματος
9. φρ. «συγγίγνομαι εἴς τι» — συναντώ κάποιον.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συγγίνομαι Α γίγνομαι
1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον
2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο
3. συναναστρέφομαι με κάποιον
4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», Πλάτ.)
5. έρχομαι σε βοήθεια («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», Σοφ.)
6. συναντώ
7. (με δοτ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι
8. γίνομαι γνώστης ενός πράγματος
9. φρ. «συγγίγνομαι εἴς τι» — συναντώ κάποιον.