φάλαρος: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />tacheté de blanc.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]]. | |btext=α, ον :<br />tacheté de blanc.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ον, και [[φαλαρός]], -ά, -όν, και ιων. τ. [[φάληρος]], -ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] ή σε ένα [[σημείο]] του [[λευκός]] («[[κύων]] ὁ [[φάλαρος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Φάλαρος</i><br />α) όνομα κριού<br />β) <b>μυθ.</b> [[γιος]] του Άλκωνος και [[εγγονός]] του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως [[ιδρυτής]] τών [[Σόλων]] στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]] και την [[κενταυρομαχία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ [[Φάληρον]]<br />[[αττικός]] [[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως [[ιδρυτής]] αναφέρεται ο [[ήρωας]] Φάληρος και ο [[οποίος]] ήταν το παλαιότερο [[λιμάνι]] της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] και την [[εποχή]] τών [[Περσικών]] Πολέμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με [[χιόνι]] (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαλᾶ</i> «[[λάμψη]], [[λευκότητα]]» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. [[προς]] το επίθ. [[φαλός]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[φᾰ], α, ον, (or φαλᾱρός, ά, όν Hsch.), Dor. for the Ion. φάληρος (v. infr. 11),
A having a patch of white, ὁ κύων ὁ φάλαρος the dog with a white spot, Theoc.8.27; ὁ Φάλαρος, as a ram's name, Id.5.103. II ὄρη χιόνεσσι φάληρα hills patched with snow, Nic.Th. 461. (Cf. φαλός, φαλακρός.)
Greek (Liddell-Scott)
φάλᾱρος: -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει λευκός, ὁ κύων ὁ φάλαρος, «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· οὕτως ὁ Φάλαρος ὡς ὄνομα κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. φαλαρίς. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. φαληριάω. (Ἐκ τοῦ φαλός, ἡ, όν. πρβλ. φαλακρός).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
tacheté de blanc.
Étymologie: DELG v. φαλός.
Greek Monolingual
-α, -ον, και φαλαρός, -ά, -όν, και ιων. τ. φάληρος, -ον, Α
(δωρ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος
α) όνομα κριού
β) μυθ. γιος του Άλκωνος και εγγονός του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως ιδρυτής τών Σόλων στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο οποίος πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και την κενταυρομαχία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Φάληρον
αττικός δήμος της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως ιδρυτής αναφέρεται ο ήρωας Φάληρος και ο οποίος ήταν το παλαιότερο λιμάνι της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την εποχή τών Περσικών Πολέμων
4. φρ. «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με χιόνι (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του επίθ. φαλός «λευκός», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαλᾶ «λάμψη, λευκότητα» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. προς το επίθ. φαλός) με κατάλ. -ρος (πρβλ. σκλη-ρός, ψυχ-ρός)].