ταριχεία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />salaison ; <i>particul.</i> embaumement d’un corps.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />salaison ; <i>particul.</i> embaumement d’un corps.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ψάρια) [[ταρίχευση]], [[πάστωμα]]<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]] σώματος νεκρού από τη [[σήψη]] με [[κατάλληλα]] φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσάμωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβροχή]], [[μούσκεμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταριχεῑαι</i><br />α) εργοστάσια για [[πάστωμα]] ψαριών<br />β.) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[βαλσάμωμα]] [[νεκρών]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχεία Medium diacritics: ταριχεία Low diacritics: ταριχεία Capitals: ΤΑΡΙΧΕΙΑ
Transliteration A: taricheía Transliteration B: taricheia Transliteration C: taricheia Beta Code: tarixei/a

English (LSJ)

lon. ταριχηΐη, ἡ,

   A preserving, pickling, in pl., εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745.    2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.).    3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al.    II Ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, ion. ταριχηΐη, das Einsalzen, Einpökeln, Einbalsamiren, Luc. Necyom. 15. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, τὸ ταριχεύειν, ταρίχευσις, ἐν τῷ πληθ., εἰς ταριχείας φαῦλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 6, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 36· εἰς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν Διόδ. 19. 99. ΙΙ. αἱ Ταριχεῖαι, πιθανῶς ἐργοστάσια ἐν οἷς ἐταριχεύοντο ἰχθύες, οὐχὶ (ὡς δοξάζει ο Wessel.) τόπος πρὸς ταρίχευσιν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 15, 113, πρβλ. Στράβ. 140, Πολυδ. ϛʹ, 48.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaison ; particul. embaumement d’un corps.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α ταριχεύω
1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα
2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα
αρχ.
1. διαβροχή, μούσκεμα
2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι
α) εργοστάσια για πάστωμα ψαριών
β.) τόπος κατάλληλος για βαλσάμωμα νεκρών.