χείμαῤῥος: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(strοng) |
(46) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from the [[base]] of [[χειμών]] and [[ῥέω]]; a [[storm]]-runlet, i.e. [[winter]]-[[torrent]]: [[brook]]. | |strgr=from the [[base]] of [[χειμών]] and [[ῥέω]]; a [[storm]]-runlet, i.e. [[winter]]-[[torrent]]: [[brook]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[χείμαρρος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ορμητικό και ακανόνιστο [[ρεύμα]] νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, [[συνήθως]] σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο [[λειώσιμο]] του χιονιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σε [[παρομοίωση]]) [[ορμητικός]], [[ασταμάτητος]] (α. «έπεσε σαν [[χείμαρρος]] [[επάνω]] του<br />β. «[[ὥσπερ]] χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «[[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφραδής]] («όταν μιλάει στη [[βουλή]], [[είναι]] [[σωστός]] [[χείμαρρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ποτάμιο [[ρεύμα]] ή [[ποταμός]]<br />β) [[αγωγός]] νερού, [[οχετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> /-<i>ρροος</i> / -<i>ρρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>ρροος</i>, [[κατά]]-<i>ρρους</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1342] poet. statt χειμάῤῥοος; ποταμός Il. 4, 452. 5, 88; Pind. frg. 90; Lob. Phryn. 234. 669.
English (Strong)
from the base of χειμών and ῥέω; a storm-runlet, i.e. winter-torrent: brook.
Greek Monolingual
ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].