τάργανον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_21)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάργᾰνον''': τό, [[ὄξος]] ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, [[Φοῖνιξ]] παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάργανον]]· [[ὄξος]]. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων [[πόμα]]. καὶ πόα, ἡ καὶ [[σκορπίουρος]]».
|lstext='''τάργᾰνον''': τό, [[ὄξος]] ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, [[Φοῖνιξ]] παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τάργανον]]· [[ὄξος]]. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων [[πόμα]]. καὶ πόα, ἡ καὶ [[σκορπίουρος]]».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λυδούς) όξος, [[ξίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξό</i>-<i>ανον</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με τον τ. [[στεργάνος]] «[[κοπρώνας]]» όσο και με τη λ. [[τρύξ]] «νέο [[κρασί]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τα [[ἀτρεκής]] και [[ἄτρακτος]] και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» αντίστοιχο του λατ. <i>torqueo</i> «[[στρέφω]]». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. [[τρέπω]] «[[στρέφω]]» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως [[γάλα]] ή [[κρασί]], που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: <i>ὁ [[οἶνος]] τρέπεται</i> και [[τροπίας]] «[[κρασί]] που έχει ξινίσει» (<b>πρβλ.</b> και το γαλλ. <i>le vin tairne</i>). Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του [[τάργανον]] με τη λ. [[σαργάνη]] (<b>πρβλ.</b> «<i>ταργάναι</i><br /><i>πλοκαί συνδέσεις</i>») δεν θεωρείται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />[[είδος]] υδρόβιου φυτού, η [[ίππουρις]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάργᾰνον Medium diacritics: τάργανον Low diacritics: τάργανον Capitals: ΤΑΡΓΑΝΟΝ
Transliteration A: tárganon Transliteration B: targanon Transliteration C: targanon Beta Code: ta/rganon

English (LSJ)

τό,

   A vinegar, Phoen.5.    II = τράγος v, Dsc.4.51 (v.l. τράγανον).

German (Pape)

[Seite 1071] τό, Essig, Nachwein, od. Lauer, auch trüb gewordener, verdorbener Wein, Phoenix Colophon. bei Ath. XI, 495 d. Es soll mit ταράσσω zusammenhangen, E. M erkl. es = ταρακτόν.

Greek (Liddell-Scott)

τάργᾰνον: τό, ὄξος ἢ ξιδόκρασον, Λατ. lora, Φοῖνιξ παρ’ Ἀθην. 495Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τάργανον· ὄξος. Λυδοί. ἢ τὸ ταράττον. ἢ τὸ ἀπὸ στεμφύλων πόμα. καὶ πόα, ἡ καὶ σκορπίουρος».

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ανον (πρβλ. ξό-ανον). Η σύνδεση της λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα ἀτρεκής και ἄτρακτος και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «στρέφω, γυρίζω» αντίστοιχο του λατ. torqueo «στρέφω». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. της λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. τρέπω «στρέφω» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως γάλα ή κρασί, που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: οἶνος τρέπεται και τροπίας «κρασί που έχει ξινίσει» (πρβλ. και το γαλλ. le vin tairne). Η σύνδεση, τέλος, του τάργανον με τη λ. σαργάνη (πρβλ. «ταργάναι
πλοκαί συνδέσεις») δεν θεωρείται πιθανή].———————— (II)
τὸ, Α
είδος υδρόβιου φυτού, η ίππουρις.