συσχηματίζω: Difference between revisions
(T21) |
(40) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(WH συνχηματίζω (so T in Romans , Tr in 1Peter; cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): [[present]] [[passive]], συσχηματίζομαι; ([[σχηματίζω]], to [[form]]); a [[later]] Greek [[word]]; to [[conform]] ([[Aristotle]], [[top]]. 6,14, p. 151b, 8; [[Plutarch]], de profect. in virt. 12, p. 83b.)); [[passive]] reflexively, τίνι, to [[conform]] [[oneself]] (i. e. [[one]]'s [[mind]] and [[character]]) to [[another]]'s [[pattern]] ([[fashion]] [[oneself]] according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians , p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). ([[πρός]] τί, [[Plutarch]], Numbers 20 [[common]] [[text]].) | |txtha=(WH συνχηματίζω (so T in Romans , Tr in 1Peter; cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): [[present]] [[passive]], συσχηματίζομαι; ([[σχηματίζω]], to [[form]]); a [[later]] Greek [[word]]; to [[conform]] ([[Aristotle]], [[top]]. 6,14, p. 151b, 8; [[Plutarch]], de profect. in virt. 12, p. 83b.)); [[passive]] reflexively, τίνι, to [[conform]] [[oneself]] (i. e. [[one]]'s [[mind]] and [[character]]) to [[another]]'s [[pattern]] ([[fashion]] [[oneself]] according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians , p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). ([[πρός]] τί, [[Plutarch]], Numbers 20 [[common]] [[text]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[σχηματίζω]]<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]], διαπλάθω [[κάτι]] σύμφωνα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσχηματίζομαι</i><br />α) συμμορφώνομαι [[προς]] κάποιον, [[ακολουθώ]] το [[παράδειγμα]] του<br />β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[θέση]]<br />γ) [[κάνω]] χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῑς σώμασιν», Διον. Αλεξ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
A correct, remodel, σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ . . ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top.151b8; τὰ φαντάσματα Plu.2.83c:—Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f; τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2, cf. 1Ep Pet.1.14. II Astron., in Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.
German (Pape)
[Seite 1046] mit, zugleich wonach bilden, gestalten, τὶ πρός τι, Arist. top. 6, 14; med. sich wonach bilden, richten, ἡ κακία πρὸς ἑτέρους συσχηματιζομένη, Plut. de virt. et vit. M.; – ἀλλήλοις, von den Gestirnen, eine Stellung gegen einander annehmen, S. Emp. adv. astrol. 33. 40.
Greek (Liddell-Scott)
συσχημᾰτίζω: σχηματίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, συνδιαπλάσσω, συμμορφῶ, σ. τι πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 4· ἀπολ., Πλούτ. 2. 83Β· - Παθητ., συμμορφοῦμαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τὸ παράδειγμά τινος, πρός τινα Πλούτ. 2. 100F· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 20· τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 2, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 14, Κλήμ. Ἀλεξ. 194· ἐπὶ ὑποκριτῶν θεατρικῶν ἢ ἐπὶ ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) τ. 5, σ. 610. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἵσταμαι ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀντιθέσει, Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 33, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 142· ὅθεν συσχημᾰτισμός, ὁ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 30· συσχημάτισις, ἡ, Πρόκλ.
French (Bailly abrégé)
figurer ou façonner sur le modèle de, conformer;
Moy. συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, avec πρός et l’acc..
Étymologie: σύν, σχηματίζω.
English (Strong)
from σύν and a derivative of σχῆμα; to fashion alike, i.e. conform to the same pattern (figuratively): conform to, fashion self according to.
English (Thayer)
(WH συνχηματίζω (so T in Romans , Tr in 1Peter; cf. σύν, II. at the end)): present passive, συσχηματίζομαι; (σχηματίζω, to form); a later Greek word; to conform (Aristotle, top. 6,14, p. 151b, 8; Plutarch, de profect. in virt. 12, p. 83b.)); passive reflexively, τίνι, to conform oneself (i. e. one's mind and character) to another's pattern (fashion oneself according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians , p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). (πρός τί, Plutarch, Numbers 20 common text.)
Greek Monolingual
Α σχηματίζω
1. σχηματίζω, διαπλάθω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο
2. μέσ. συσχηματίζομαι
α) συμμορφώνομαι προς κάποιον, ακολουθώ το παράδειγμα του
β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην ίδια θέση
γ) κάνω χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῑς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).