ὑλαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
|btext=α, ον :<br />de bois, de forêt.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]].
}}
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο [[δάσος]], ή αυτός που ζει στο [[δάσος]], ο [[άγριος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] σκύλου<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο [[είναι]] κατασκευασμένο ένα [[αντικείμενο]], ο [[υλικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ὑλαία</i> και <i>Ὑλαίη</i><br />[[δασώδης]] [[χώρα]] της Σκυθίας [[κοντά]] στον Βορυσθένη ποταμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλαῖος Medium diacritics: ὑλαῖος Low diacritics: υλαίος Capitals: ΥΛΑΙΟΣ
Transliteration A: hylaîos Transliteration B: hylaios Transliteration C: ylaios Beta Code: u(lai=os

English (LSJ)

[ῡ], α, ον, (ὕλη)

   A belonging to the wood or forest, savage, θήρ Theoc.23.10; ἤθη Ael.NA16.10; ἀνθοσύνη, i.e. weeds, AP11.365 (Agath.):—Ὑλαία, Ion. Ὑλ-αίη, ἡ, a wild district on the Borysthenes, Hdt.4.9, etc.    II material, corporeal, Zos.Alch.p.114B., Procl.H. 1.3.    b concerned with matter, θεοί Iamb.Myst.5.14, Dam.Pr.134; belonging to ὕλη, opp. ἐμπύριος and αἰθέριος, Procl.Theol.Plat.4.39.

German (Pape)

[Seite 1176] 1) holzig, waldig; im Walde befindlich, lebend, θήρ, Theocr. 23, 10; ὑλαίη ἀνθοσύνη, Agath. 71 (XI, 365); ἤθη, Ael. N. A. 16, 10. – 2) materiell, körperlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλαῖος: -α, -ον, (ὕλη) ὁ ἀνήκων εἰς ὕλην, δάσος, ἄγριος, θὴρ ὑλ. Θεόκρ. 23. 10· ἤθη Αἰλ. π. Ζ. 16. 10· ὑλ. ἀνθοσύνη, πόα τοῦ δάσους, Ἀνθ. Π. 11. 365· - ἐν Ξεν. Κυν. 7. 5. τὸ ὄνομα κυνός· - Ὑλαία, Ἰων. -αίη, ἡ, χώρα ὑλώδης παρὰ τὸν Βορυσθένη ποταμὸν (Δνείπερον), Ἡρόδ. 4. 9, κλπ. ΙΙ. ὑλικός, σωματικός, Πρόκλ. Ὑμν. εἰς τὸν Ἥλιον 3, Συνέσ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bois, de forêt.
Étymologie: ὕλη.

Greek Monolingual

-αία, -ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος
2. ονομασία σκύλου
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο υλικός
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑλαία και Ὑλαίη
δασώδης χώρα της Σκυθίας κοντά στον Βορυσθένη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αῖος)].