ὑποπλέω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(T22) |
(44) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ὑπέπλευσα; (Vulg. subnavigo); to [[sail]] [[under]], i. e. to [[sail]] [[close]] by, [[pass]] to the [[leeward]] of: [[with]] the accusative of the [[place]], [[Dio]] Cassius, [[Dio]] Chr., others.) | |txtha=1st aorist ὑπέπλευσα; (Vulg. subnavigo); to [[sail]] [[under]], i. e. to [[sail]] [[close]] by, [[pass]] to the [[leeward]] of: [[with]] the accusative of the [[place]], [[Dio]] Cassius, [[Dio]] Chr., others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑποπλέω]], ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. [[ὑποπλώω]], Α [[πλέω]]<br /><b>ναυτ.</b> [[πλέω]] [[κοντά]] στην [[ξηρά]] αποφεύγοντας τον άνεμο, [[παραπλέω]] τις ακτές<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με μια αρνητική [[κατάσταση]]) [[μένω]] ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλέω]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]], [[κρυφά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A sail under, τὴν Κύπρον, i.e. under the lee of C., Act.Ap. 27.4: c. dat., ὑ. τενάγεσσι AP9.296 (Apollonid.):—Pass., Philostr. Im.2.17. II sail underground, ἐς τὸν Τίβεριν δι' [ὑπονόμων] D.C. 49.43.
German (Pape)
[Seite 1229] (s. πλέω), zu Schiffe darunter hinfahren, ὑποπλεύσας τενάγεσσιν Apollnds. 16 (IX, 296).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ὑποκάτω, ἢ πλησίον, κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον, δηλαδὴ ἔχοντες αὐτὴν ὑπήνεμον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 4· μετὰ δοτ., ὑπ. τενάγεσσιν Ἀνθ. Π. 9. 296. - Παθ., Φιλόστρ. 836. ΙΙ. πλέω κρυφίως, ἐς τὸν Τίβεριν δι’ ὑπονόμων Δίων Κάσσ. 49. 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 naviguer sous;
2 naviguer de côté, obliquement;
3 naviguer secrètement.
Étymologie: ὑπό, πλέω.
English (Strong)
from ὑπό and πλέω; to sail under the lee of: sail under.
English (Thayer)
1st aorist ὑπέπλευσα; (Vulg. subnavigo); to sail under, i. e. to sail close by, pass to the leeward of: with the accusative of the place, Dio Cassius, Dio Chr., others.)
Greek Monolingual
ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α πλέω
ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές
μσν.
μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.)
αρχ.
πλέω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, κρυφά.