τάχα: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(T22) |
(40) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ταχύς]]), adverb;<br /><b class="num">1.</b> [[hastily]], [[quickly]], [[soon]] (so from [[Homer]] [[down]]).<br /><b class="num">2.</b> as [[often]] in Greek writings from ([[Hesiod]], [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]], [[perhaps]], [[peradventure]]: Philemon 1:15. | |txtha=([[ταχύς]]), adverb;<br /><b class="num">1.</b> [[hastily]], [[quickly]], [[soon]] (so from [[Homer]] [[down]]).<br /><b class="num">2.</b> as [[often]] in Greek writings from ([[Hesiod]], [[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]], [[perhaps]], [[peradventure]]: Philemon 1:15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως ερωτ. [[μόριο]]) [[άραγε]], [[ποιος]] ξέρει αν... («[[τάχα]] να στέκει ο [[ουρανός]], να στέκει ο απάνου [[κόσμος]];», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> (ως ενδοιαστικό [[μόριο]]) [[μήπως]] μη [[τυχόν]] («[[τάχα]] δεν επερπάτησα κι εγώ με το [[φεγγάρι]];», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> (ως συλλογιστικό [[μόριο]]) [[δήθεν]], μαθές («μού κάνει [[τάχα]] τον φίλο»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μάς κάνει τον [[τάχα]][τέ] μου» — παριστάνει τον σπουδαίο, κάνει [[επίδειξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[ταχέως]], [[γρήγορα]], γοργά («[[τάχα]] δ' Ἕκτορος [[ἄγχι]] γένοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευθύς]] [[αμέσως]] («πέμψον πρὸς ἐμὲ [[τάχα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ίσως, [[πιθανώς]] («δὶς μὲν γὰρ καὶ τρεῑς [[τάχα]] τεύξεαι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τάχ' ἄν» — [[πιθανώς]], ίσως (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «τάχ' [[ἐπειδάν]]» — [[αμέσως]], [[μόλις]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχ</i>-<i>ύς</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[κάρτα]] [Ι], [[σάφα]]). Αρχικά, το επίρρ. [[τάχα]] μαρτυρείται με χρονική σημ. «[[γρήγορα]], [[σύντομα]]», [[κυρίως]] στους ποιητές, σπανιότερα δε στην [[τραγωδία]] και στην αττ. [[πεζογραφία]]. Αργότερα, όμως, απέκτησε [[πιθανολογική]] σημ. και συνδέθηκε σημασιολογικά με το επίρρ. <i>ίσως</i> με ορισμένη, όμως, [[διαφοροποίηση]]. Η σημ. αυτή, τελικά, επικράτησε και διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (τᾰχύς)
A quickly, presently, forthwith, freq.in Hom., who, like Pi. (O.2.29, 4.83, al.) and B. (5.89), uses it only of time, Il.1.205, 2.193,al.; ἦ τ. soon i'faith, Od.18.73,338; of past time, τ. δ' Ἕκτορος ἄγχι γένοντο Il.8.117: also in Trag.and (more rarely) Att.Prose and Com., with fut., τάχ' εἴσομαι A.Th.261, cf. Ag.489,1649, Ch.305, S.OT84, Ar.Ra.527, Pl.Sph.247d, etc.; ἔοικα θεσπιῳδήσειν τ. A.Ag.1161; πέμψον πρὸς ἐμὲ τ. Sammelb.7356.25 (ii A.D.); in this sense not found in LXX or in Papyri (exc. l.c.); τάχα ἐπειδάν, = ἐπειδὰν τάχιστα, as soon as, Pl.Phdr.242a. II perhaps, to express any contingency from a probability to bare possibility, δὶς μὲν γὰρ καὶ τρὶς τ. τεύξεαι Hes. Op.401; τ. οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν Pl.Lg.711a, cf. Hp. Ma.303b, X.An.5.2.17, Theoc.27.61, Bion Fr.4.8, Gal.16.685,690: more freq. τάχ' ἄν, probably, perhaps, Hdt.1.70, al., freq. in Trag. and Att.; mostly with opt., as Hdt. l.c., A.Pr.314, Eu.512 (lyr.), S. OT139, Th.1.81, etc.; rarely with aor. ind., Pl.Phdr.256c, Gal.16.596; with impf. ind., D.36.55; with part., S.OT523, Th.6.2; with inf., Luc.Icar.10; τάχ' ἄν alone, in answers, Pl.Sph.255c, R.369a, etc.: strengthd., τάχα . . ἴσως Ar.Th.718; ἴσως τ. X.HG7.1.24; τ. τοίνυν ἴσως D.21.191; τάχ' ἂν ἴσως Pl.Plt.264c; τάχ' ἴσως ἄν Id.Sph. 247d; ἴσως τάχ' ἄν S.Aj.691, Th.6.34, Pl.Ti.38e; ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τ. Arist.Rh.1389b19; in this sense only twice in LXX (Wi.13.6, 14.19). III Sup. τάχιστα, v. ταχύς c. 11. IV Ar. formed an acc. pl. τάχας, perhaps-es, Fr.869.
German (Pape)
[Seite 1075] adv. – 1) Homer gebraucht τάχα häufig, z. B. Iliad. 1, 205. 2, 193. 23, 606 Odyss. 18, 73. 338. 19, 69, nach Aristarchs Beobachtung überall als Zeitpartikel, gleichbedeutend mit ταχέως, Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 8 Odyss. 1, 251, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 92. 159. Ob das Wort nach Aristarchs Ansicht bei Homer überall die Bedeutung »bald« habe, = »nach kurzer Zeit«, oder nur an einigen Stellen diese Bedeutung »bald«, an anderen die Bedeutung » schnell«, = »während kurzer Zeit«, kann zweifelhaft erscheinen. – Hesiod. Th. 490 Sc. 32. 87 O. 312. 362. 401. 721; die Stelle O. 401 zeigt den Uebergang zu der Bedeutung »wahrscheinlich«. – Pind. P. 2, 29. 4, 83. 171. 220. – Hier und da auch bei Attikern in der Homerischen Bedeutung, vgl. Ruhnk. Tim. p. 151 Heind. Plat. Phaedr. 228 c; τάχ' εἴσομαι Aesch. Spt. 243. 641; Soph. O. R. 84; Ar. Th. 66 Lys. 1114; λέγε καὶ τάχα εἰσόμεθα Plat. Soph. 247 d; Euthyphr. 9 c; αὐτό σοι τάχα δηλώσει Critia. 108 c; τάχ' ἐπειδάν, = ἐπειδὰν τάχιστα, sobald als, Plat. Phaedr. 242 a. – 2) Meistens hat bei den Attikern, besonders in Prosa, τά χα die Bedeutung »wahrscheinlich«, = ἴσως, s. oben s. v. ἄν S. 166, vgl. B. A. 309, 20 Schaef. M, l. p. 124 zu Greg. Cor. 44 Wolf Dem. Lept. p. 235. Beispiele: Plat. Gorg. 466 a. Prot. 318 d Phaedr. 259 c Sophist. 247 d 255 c Polit. 264 c Legg. 1, 629 a 4, 711 a Aeschyl. Eum. 488 Sept. 896 Sophocl. O. R. 523. 1116 Aj. 1021 Trach. 637. 663 Phil. 305 Aristoph. Th. 718.
Greek (Liddell-Scott)
τάχᾰ: Ἐπίρρ. (τᾰχὺς) ταχέως, ἀμέσως, εὐθύς, Λατ. statim, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ὡς ὁ Ἡσ. καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζονται τὴν λέξιν ἐπὶ χρόνου μόνον, Ἰλ. Α. 205, Ὀδ. Σ. 72, κτλ.· ἦ τάχα, ἀληθῶς ταχέως, Σ. 73, 338· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., μετὰ μέλλ., τάχ’ εἰσόμεσθα Αἰσχύλ. Θήβ. 261, Ἀγ. 489, πρβλ. 1649, Χο. 305, Σοφ., Πλάτ., κτλ.· ἔοικα θεσπιῳδήσειν τ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1161· - τάχ’ ἐπειδὰν ἀντὶ ἐπειδὰν τάχιστα, Λατ. quum primum, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α, ἔνθα ἴδε Heind. ΙΙ. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ὡς καὶ νῦν, εἴς ἔκφρασιν τοῦ κατὰ διαφόρους βαθμοὺς πιθανοῦ, ἀπὸ τοῦ πιθανοῦ μέχρι τοῦ ἁπλῶς δυνατοῦ, ἀπὸ τῆς ἀμφιβολίας μέχρι τοῦ μετρίου ἰσχυροῦ, τ. οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν Πλάτ. Νόμ. 711Α. πρβλ. Ἱππ. Μείζονα 303Β, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 17, Θεόκρ. 27. 60, Βίων 5. 8· - συνηθέστερον τάχ’ ἄν, πιθανῶς, ἴσως, δυνατόν…, Ἡρόδ. 1. 70, κ. ἀλλ.· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ εὐκτικῆς, ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 312, Εὐμ. 512, Σοφ. Ο. Τ. 13?, κλπ., Θουκ. 1. 77, κτλ.· σπανίως μετ’ ἀορ. ὁριστ., Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· μετὰ μετοχ., Σοφ. Ο. Τ. 523. Θουκ. 6. 2· μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἰκαρομ. 10 - μόνον τάχ’ ἄν, ἐπὶ ἀποκρίσεων, Πλάτ. Σοφ. 255C, Πολ. 369Α, κτλ.· - ἐπιτεταμ., τάχα... ἴσως Ἀριστοφ. Θεσμ. 718· ἴσως τάχα Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24· τάχα τοίνυν ἴσως Δημ. 576 15· τάχ’ ἂν ἴσως, τάχ’ ἴσως ἄν, ἴσως τάχ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 691. Θουκ. 6. 34, Πλάτ. Σοφ. 247D, Πολιτικ. 264D, Τίμ. 38Ε· ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τὸ τ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 2. πρβλ. ἴσως ΙΙΙ. ΙΙΙ. ὑπερθετ. τάχιστα, ἴδε ταχὺς Γ. ΙΙ. IV. ὁ Ἀριστοφ. ἐσχημάτισεν αἰτιατ. τάχας (Ἀποσπ. 689), «τάχας: τοὺς καταστοχασμοὺς παρὰ τὸ τάχα· οὕτως Ἀριστοφάνης» Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 253.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 promptement, vite, aussitôt : ὡς τάχα ATT aussitôt que, dès que;
2 chez les Att. aisément ; vraisemblablement, peut-être ; peut-être, dans les réponses peut-être bien : ἴσως τάχα XÉN, τάχ’ ἂν ἴσως SOPH, τάχα που LUC m. sign.
Étymologie: ταχύς.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τᾰχα
1 quickly τάχα δὲ παθὼν (P. 2.29) τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν (P. 4.83) τάχα δὲ ἦλθον (P. 4.171) καὶ τάχα δείκνυεν (P. 4.220)
English (Strong)
as if neuter plural of ταχύς (adverbially); shortly, i.e. (figuratively) possibly: peradventure(-haps).
English (Thayer)
(ταχύς), adverb;
1. hastily, quickly, soon (so from Homer down).
2. as often in Greek writings from (Hesiod, Aeschylus), Herodotus down, perhaps, peradventure: Philemon 1:15.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν
νεοελλ.
1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι)
2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με το φεγγάρι;», δημ. τραγούδι)
3. (ως συλλογιστικό μόριο) δήθεν, μαθές («μού κάνει τάχα τον φίλο»)
4. φρ. «μάς κάνει τον τάχα[τέ] μου» — παριστάνει τον σπουδαίο, κάνει επίδειξη
αρχ.
επίρρ.
1. ταχέως, γρήγορα, γοργά («τάχα δ' Ἕκτορος ἄγχι γένοντο», Ομ. Ιλ.)
2. ευθύς αμέσως («πέμψον πρὸς ἐμὲ τάχα», Αριστοφ.)
3. ίσως, πιθανώς («δὶς μὲν γὰρ καὶ τρεῑς τάχα τεύξεαι», Ησίοδ.)
4. φρ. α) «τάχ' ἄν» — πιθανώς, ίσως (Ηρόδ.)
β) «τάχ' ἐπειδάν» — αμέσως, μόλις (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχ-ύς + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κάρτα [Ι], σάφα). Αρχικά, το επίρρ. τάχα μαρτυρείται με χρονική σημ. «γρήγορα, σύντομα», κυρίως στους ποιητές, σπανιότερα δε στην τραγωδία και στην αττ. πεζογραφία. Αργότερα, όμως, απέκτησε πιθανολογική σημ. και συνδέθηκε σημασιολογικά με το επίρρ. ίσως με ορισμένη, όμως, διαφοροποίηση. Η σημ. αυτή, τελικά, επικράτησε και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα].