συνηλικιώτης: Difference between revisions
(T22) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συνηλικιωτου, ὁ (from [[σύν]], and [[ἡλικία]] [[which]] [[see]]), [[one]] of the [[same]] [[age]], [[all]] [[equal]] in [[age]]: Diodorus 1,53at the [[end]]; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 10,49 at the [[beginning]]; [[but]] in [[both]] passages the [[best]] manuscripts [[have]] [[ἡλικιώτης]]; (Corpus inscriptions 3, p. 434no. 4929); Alciphron 1,12). Cf. [[συμμαθητής]]. | |txtha=συνηλικιωτου, ὁ (from [[σύν]], and [[ἡλικία]] [[which]] [[see]]), [[one]] of the [[same]] [[age]], [[all]] [[equal]] in [[age]]: Diodorus 1,53at the [[end]]; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Antiquities 10,49 at the [[beginning]]; [[but]] in [[both]] passages the [[best]] manuscripts [[have]] [[ἡλικιώτης]]; (Corpus inscriptions 3, p. 434no. 4929); Alciphron 1,12). Cf. [[συμμαθητής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[συνηλικιώτισσα]] Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, -ώτιδος, Μ<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ηλικία]] με άλλον, ο [[συνομήλικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνηλικία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ιώτης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, later Gr. for ἡλικιώτης, Ep.Gal.1.14, CIG4929 (Philae), Alciphr.1.12.
Greek (Liddell-Scott)
συνηλικιώτης: -ου, ὁ, συνομῆλιξ, κοινῶς συνομήλικος, Διον. Ἁλ. 10. 49, Διόδ. 1. 53, Ἀλκίφρων 1. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 4929˙ ― θηλ. -ῶτις, ιδος, παῖδα τὴν συνηλικιῶτιν Γεώργ. Νικομ. ἐν Combefis Auct. Patr. τ. 1, σ. 1122 Α.
English (Strong)
from σύν and a derivative of ἡλικία; a co-aged person, i.e. alike in years: equal.
English (Thayer)
συνηλικιωτου, ὁ (from σύν, and ἡλικία which see), one of the same age, all equal in age: Diodorus 1,53at the end; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 10,49 at the beginning; but in both passages the best manuscripts have ἡλικιώτης; (Corpus inscriptions 3, p. 434no. 4929); Alciphron 1,12). Cf. συμμαθητής.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συνηλικιώτισσα Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, -ώτιδος, Μ
αυτός που έχει την ίδια ηλικία με άλλον, ο συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνηλικία + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατ-ιώτης)].