αθίβολος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού διχτυού, που ρίχνει ο [[ψαράς]] από τη [[στεριά]] (στην [[αρχαιότητα]] ονομαζόταν [[αμφίβολος]] και στα μεταγενέστερα [[χρόνια]] [[αμφιβολή]] και [[αμφίβληστρον]]). Συνών.: [[πεζόβολος]], [[καβουροσύρτης]], γκαγκάβα, [[δράγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που μπορεί να συμβεί [[κατά]] τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>παροιμ.</b> «σού δίνει η [[μοίρα]] ανθίβολο και [[καταπώς]] τον ρίξεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφίβολος</i>, με [[ανομοίωση]], λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου <i>β</i> ( | |mltxt=και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού διχτυού, που ρίχνει ο [[ψαράς]] από τη [[στεριά]] (στην [[αρχαιότητα]] ονομαζόταν [[αμφίβολος]] και στα μεταγενέστερα [[χρόνια]] [[αμφιβολή]] και [[αμφίβληστρον]]). Συνών.: [[πεζόβολος]], [[καβουροσύρτης]], γκαγκάβα, [[δράγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που μπορεί να συμβεί [[κατά]] τον έναν ή τον [[άλλο]] τρόπο<br /><b>παροιμ.</b> «σού δίνει η [[μοίρα]] ανθίβολο και [[καταπώς]] τον ρίξεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφίβολος</i>, με [[ανομοίωση]], λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου <i>β</i> (πρβλ. [[αθιβάλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ἀμφίβολος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθιβολεύω]] (Ι), [[αθιβολιά]], [[αθιβολιάρης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το
1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα
2. μτφ. αυτό που μπορεί να συμβεί κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο
παροιμ. «σού δίνει η μοίρα ανθίβολο και καταπώς τον ρίξεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφίβολος, με ανομοίωση, λόγω του ακολουθούντος συνεχόμενου χειλικού συμφώνου β (πρβλ. αθιβάλλω) αρχ. ἀμφίβολος.
ΠΑΡ. αθιβολεύω (Ι), αθιβολιά, αθιβολιάρης].