ἄμυνα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἄμυνα]])<br />[[αντίσταση]] σε [[επίθεση]], [[απόκρουση]] επίθεσης, [[υπεράσπιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]] της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών μέσων που διαθέτει [[κανείς]] για την [[απόκρουση]] εχθρών ή κινδύνου<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[δύναμη]] για [[άμυνα]], [[αμυντικότητα]]<br /><b>4.</b> η αμυντική [[γραμμή]] ενός στρατού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ενεργός]] [[άμυνα]]» — η [[άμυνα]] που δεν περιορίζεται στην [[απόκρουση]], [[αλλά]] προχωρεί και σε [[επίθεση]] (αντίθ. <i>παθητική [[άμυνα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκδίκηση]], [[αντίποινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. [[ἀμύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εὐθύνω]] –[[εὔθυνα]], <i>ἐρευνῶ</i>- [[ἔρευνα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνίας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χειμάμυνα]] «χειμωνιάτικο [[πανωφόρι]]»].
|mltxt=η (Α [[ἄμυνα]])<br />[[αντίσταση]] σε [[επίθεση]], [[απόκρουση]] επίθεσης, [[υπεράσπιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]] της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών μέσων που διαθέτει [[κανείς]] για την [[απόκρουση]] εχθρών ή κινδύνου<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[δύναμη]] για [[άμυνα]], [[αμυντικότητα]]<br /><b>4.</b> η αμυντική [[γραμμή]] ενός στρατού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ενεργός]] [[άμυνα]]» — η [[άμυνα]] που δεν περιορίζεται στην [[απόκρουση]], [[αλλά]] προχωρεί και σε [[επίθεση]] (αντίθ. <i>παθητική [[άμυνα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκδίκηση]], [[αντίποινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. [[ἀμύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εὐθύνω]] –[[εὔθυνα]], <i>ἐρευνῶ</i>- [[ἔρευνα]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνίας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χειμάμυνα]] «χειμωνιάτικο [[πανωφόρι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμῡνα:''' Επικ. αόρ. αʹ του [[ἀμύνω]].
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμῡνα Medium diacritics: ἄμυνα Low diacritics: άμυνα Capitals: ΑΜΥΝΑ
Transliteration A: ámyna Transliteration B: amyna Transliteration C: amyna Beta Code: a)/muna

English (LSJ)

ης, ἡ,

   A warding off an attack, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν LXX Wi.5.17, Ph.1.322.    II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc.

German (Pape)

[Seite 131] ἡ, Vertheidigung, Rache, Plut. Thes. 29 Caes. 44, oft; App. Pun. 8, 73 Civ. 2, 118 u. Sp., s. Lob. Phryn. 23; die Atticisten verwerfen das Wort.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμῡνα: -ης, -ἡ, ἀπόκρουσις προσβολῆς, ὑπεράσπισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, Πλουτ. Θησ. 29, Καῖσαρ 44, Ἀππ. Καρχ. 8. 73: μ. γεν. πρὸς ἄμυναν τῶν ἀδικούντων, Ἀλεξ. Ἀφροδ. - «ἄμυνα, ἀμοιβή», Σουΐδ., ὁ δὲ Φρύνιχος λέγει: «ἄμυναν μὴ εἴπῃς, ἀλλ, εἰς ῥῆμα μεταβάλλων, ἀμύνασθαι· πάντα γὰρ τὰ τοῦ ῥήματος εὐδόκιμα...» σ. 23, ἔκδ. Λοβ. οὗ ἴδε καὶ τὴν σημείωσιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
action de se défendre.
Étymologie: ἀμύνω.

Spanish (DGE)

(ἄμῡνα) -ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa ἔχειν ἄμυναν Theopomp.Com.98a, τὸ ξίφος ἀμφιβαλοῦ μὴ πρὸς φόνον, ἀλλ' ἐς ἄμυναν Ps.Phoc.32, κέρατα ... φέρεις πρὸς ἄμυναν Aesop.275, cf. Ph.2.31, Onas.6.3, App.Pun.73, BC 2.118, Plu.Thes.30, Ach.Tat.3.20.3, S.E.P.1.68, Philostr.Iun.Im.5, Eudoc.Cypr.2.138
c. gen. subjet. ἡ δὲ τῆς σφενδόνης ἄ. Onas.19.3
c. gen. obj. ἄ. ἐχθρῶν LXX Sap.5.17, Ph.1.322
fig. μία γὰρ ἀντὶ πάντων ἄμυνα γενήσεται πρὸς αὐτοὺς S.E.M.1.98, cf. Ach.Tat.2.29.5.
2 venganza, represalia Δίκῃ δ' ἀπόλειψον ἄμυναν Ps.Phoc.77, cf. Plu.2.817c, Phld.Ir.p.66, Aesop.51.3, 246.2, I.BI 5.404, AI 6.284, 289, Plot.4.4.17, Clem.Al.Strom.5.4.27
c. gen. obj. πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπικαλεσαμένων αὐτὸν ἐτράπησαν D.C.Epit.8.6.1.

• Etimología: Cf. ἀμύνω.

Greek Monolingual

η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνωεὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].

Greek Monotonic

ἄμῡνα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀμύνω.